προσδιορισμός: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prosdiorismos
|Transliteration C=prosdiorismos
|Beta Code=prosdiorismo/s
|Beta Code=prosdiorismo/s
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[further definition]], [[determination]], or [[specification]], Gal.6.826 (pl.), <span class="bibl">Olymp. <span class="title">in Mete.</span>314.17</span>, <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>38</span>, <span class="bibl">237</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">further condition</b> in a problem, <span class="bibl">Dioph.1.14</span>,<span class="bibl">5.10</span>.</span>
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[further definition]], [[determination]], or [[specification]], Gal.6.826 (pl.), <span class="bibl">Olymp. <span class="title">in Mete.</span>314.17</span>, <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>38</span>, <span class="bibl">237</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[further condition]] in a problem, <span class="bibl">Dioph.1.14</span>,<span class="bibl">5.10</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 09:35, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσδιορισμός Medium diacritics: προσδιορισμός Low diacritics: προσδιορισμός Capitals: ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ
Transliteration A: prosdiorismós Transliteration B: prosdiorismos Transliteration C: prosdiorismos Beta Code: prosdiorismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A further definition, determination, or specification, Gal.6.826 (pl.), Olymp. in Mete.314.17, Dam.Pr.38, 237.    II further condition in a problem, Dioph.1.14,5.10.

German (Pape)

[Seite 756] ὁ, hinzugefügte Begrenzung, Bestimmung, Sp., bes. Rhett.

Greek (Liddell-Scott)

προσδιορισμός: τὸ προσδιορίζειν, Ideler Phys. 2. 71, κτλ.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ προσδιορίζω
νεοελλ.
1. ακριβής υπολογισμός, καθορισμός («έγινε ο προσδιορισμός της αύξησης τών ενοικίων»)
2. όρος της πρότασης που καθορίζει, αποσαφηνίζει ή συμπληρώνει τους κύριους όρους της, δηλ. το υποκείμενο, το ρήμα, το κατηγορούμενο και το αντικείμενο (α. «ονοματικοί προσδιορισμοί» — οι προσδιορισμοί που συμπληρώνουν ουσιαστικά ή επίθετα και είναι οι ίδιοι ουσιαστικά, επίθετα ή ισοδύναμες λέξεις
β. «επιρρηματικοί προσδιορισμοί» — οι προσδιορισμοί που αναφέρονται κυρίως σε ρήματα, είναι οι ίδιοι επιρρήματα, ισοδύναμες φράσεις ή και δευτερεύουσες επιρρηματικές προτάσεις και δηλώνουν επιρρηματικές σχέσεις, όπως τόπο, τρόπο, χρόνο, αίτιο κ.ά.
γ. «ομοιόπτωτοι προσδιορισμοί» — οι προσδιορισμοί που βρίσκονται στην ίδια πτώση με τον προσδιοριζόμενο όρο, όπως είναι η παράθεση, η επεξήγηση, ο επιθετικός και ο κατηγορηματικός προσδιορισμός
δ. «ετερόπτωτοι προσδιορισμοί» — οι προσδιορισμοί που βρίσκονται σε διαφορετική πτώση από τον προσδιοριζόμενο όρο και είναι συνήθως σε μία από τις πλάγιες πτώσεις)
3. φρ. «προσδιορισμός παθογόνου»
(φυτοπαθολ.) όρος που αναφέρεται στην αναγνώριση της ταυτότητας ενός παθογόνου οργανισμού ή ιού με βάση τα χαρακτηριστικά του γνωρίσματα
μσν.-αρχ.
ο περαιτέρω ορισμός, η επί πλέον διασάφηση
αρχ.
ο επί πλέον όρος σε ένα πρόβλημα.