θυμαρής: Difference between revisions
Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort
(1ab) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=thymaris | |Transliteration C=thymaris | ||
|Beta Code=qumarh/s | |Beta Code=qumarh/s | ||
|Definition=ές, (θυμός, ἀραρίσκω) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ές, (θυμός, ἀραρίσκω) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[suiting the heart]], i.e. <b class="b2">well-pleasing, delightful</b>, ἄλοχον θυμαρέα <span class="bibl">Il. 9.336</span>, <span class="bibl">Od.23.232</span>; σκῆπτρον θ. ἔδωκεν <span class="bibl">17.199</span>: irreg. acc. θυμάρην ὄλβον <span class="title">IG</span>14.433 (Tauromenium):—also θυμήρης, ες (on the accent v. Hdn.Gr.2.65, al.), Hom. only in neut. as Adv., θυμῆρες κεράσασα <span class="bibl">Od.10.362</span>: as Adj., ἔπος <span class="bibl">A.R.1.705</span>; ἑταῖραι <span class="bibl">Mosch.2.29</span>: also in later Prose, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Am.</span>43</span>, <span class="bibl">Hdn.8.5.9</span>: Comp., <span class="bibl">LXX<span class="title">Wi.</span>3.14</span>: Sup., <span class="bibl">Ph.2.36</span>, Sch.<span class="bibl">Nic.<span class="title">Al.</span>577</span>, and in form θυμερέστατος (sic) <span class="title">BCH</span>27.330 (Bithynia). Adv. -ήρως <span class="bibl">Heph.Astr.3.11</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:50, 1 July 2020
English (LSJ)
ές, (θυμός, ἀραρίσκω)
A suiting the heart, i.e. well-pleasing, delightful, ἄλοχον θυμαρέα Il. 9.336, Od.23.232; σκῆπτρον θ. ἔδωκεν 17.199: irreg. acc. θυμάρην ὄλβον IG14.433 (Tauromenium):—also θυμήρης, ες (on the accent v. Hdn.Gr.2.65, al.), Hom. only in neut. as Adv., θυμῆρες κεράσασα Od.10.362: as Adj., ἔπος A.R.1.705; ἑταῖραι Mosch.2.29: also in later Prose, Luc.Am.43, Hdn.8.5.9: Comp., LXXWi.3.14: Sup., Ph.2.36, Sch.Nic.Al.577, and in form θυμερέστατος (sic) BCH27.330 (Bithynia). Adv. -ήρως Heph.Astr.3.11.
German (Pape)
[Seite 1222] ές, = θυμήρης, dem Herzen wohlgefallend, lieb u. werth, nach den Schol. so im Accent unterschieden; ἄλοχος Il. 9, 336 Od. 23, 232; σκῆπτρον 17, 199.
Greek (Liddell-Scott)
θῡμᾱρής: -ές, (ἴδε ἐν ἄρθρῳ -ήρης) ἁρμόζων εἰς τὴν καρδίαν, δηλ. εὐάρεστος, ἀγαπητός, εὐφρόσυνος, ἄλοχον θυμαρέα (τὸ τοῦ Ὁρατίου placens uxor) Ἰλ. Ι. 336, Ὀδ. Ψ. 232· σκῆπτρον θυμαρὲς ἔδωκεν Ὀδ. Ρ. 199· - ὡσαύτως οὐδέτ. ὡς Ἐπίρρ. ἐν τῷ τύπῳ θυμῆρες (ἴδε κεράννυμι Ι. 2), Ὀδ. Κ. 362. - Παρὰ μεταγενεστ. Ἐπικ. ἀναφαίνεται ὁ τύπος θυμήρης, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 705, Μόσχ., κλ.· ὡς καὶ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, Λουκ. Ἔρωσι 43, Ἡρῳδιαν. 8. 5. - Περὶ τῆς διαφορᾶς τοῦ τονισμοῦ θυμᾱρὴς καὶ θυμήρης, ἴδε Εὐστ. 754. 61., 1946. 35.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui charme le cœur, charmant, agréable.
Étymologie: θυμός, ἀραρίσκω.
Greek Monolingual
θυμαρής, -ές (Α)
αυτός που αρμόζει, που ταιριάζει στην καρδιά, ευάρεστος, τερπνός, αγαπητός, ευφρόσυνος («σκῆπτρον θυμαρὲς ἔδωκεν», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμός + -αρής < αραρίσκω «ταιριάζω»].
Greek Monotonic
θῡμᾱρής: -ές, (βλ. -ήρης), αυτός που ταιριάζει στην καρδιά, δηλ. ο ευχαριστημένος, προσφιλής, αγαπημένος, σε Όμηρ.· ουδ. ως επίρρ., στον τύπο θυμῆρες, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
θῡμᾱρής: и θῡμήρης 2 приятный сердцу, милый, дорогой (ἄλοχος, σκῆπτρον Hom.; βίος Luc.).
Middle Liddell
θῡμ-ᾱρής, ές
suiting the heart, i. e. well-pleasing, dear, delightful, Hom.:—neut. as adv. in the form θυμῆρες, Od.