πεντηκόνταρχος: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pentikontarchos | |Transliteration C=pentikontarchos | ||
|Beta Code=penthko/ntarxos | |Beta Code=penthko/ntarxos | ||
|Definition=ὁ, at Athens, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[commander of fifty men]], serving under the <b class="b3">τριήραρχος</b>, <span class="bibl">X. <span class="title">Ath.</span> 1.2</span>, <span class="bibl">D.50.18</span>, 19, 24 (wrongly expld. by Harp. as | |Definition=ὁ, at Athens, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[commander of fifty men]], serving under the <b class="b3">τριήραρχος</b>, <span class="bibl">X. <span class="title">Ath.</span> 1.2</span>, <span class="bibl">D.50.18</span>, 19, 24 (wrongly expld. by Harp. as [[commander of a]] <b class="b3">πεντηκόντερος</b>). </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> generally, [[leader of a company of fifty]], <span class="bibl">LXX <span class="title">Ex.</span> 18.21</span>, <span class="bibl">4</span> <span class="title">Ki.</span>1.9.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:44, 1 July 2020
English (LSJ)
ὁ, at Athens,
A commander of fifty men, serving under the τριήραρχος, X. Ath. 1.2, D.50.18, 19, 24 (wrongly expld. by Harp. as commander of a πεντηκόντερος). 2 generally, leader of a company of fifty, LXX Ex. 18.21, 4 Ki.1.9.
German (Pape)
[Seite 558] ὁ, der Anführer von funfzig Mann; auch der Befehlshaber eines πεντηκόντορος, Xen. Ath. 1, 2.
Greek (Liddell-Scott)
πεντηκόνταρχος: ὁ, ὁ διοικητής, σώματος ἐκ πεντήκοντα ἀνδρῶν, ἀξιωματικός τις ὑπὸ τὸν τριήραρχον, Δημ. 1212. 6, καὶ 20., 1214. 13· καὶ αὕτη πρέπει νὰ εἶναι ἡ σημασία τῆς λέξ. ἐν Ξεν. Ἀθην. Πολ. 1. 2. ― ὁ Ἁρποκρ. ἑρμηνεύει «πεντηκόνταρχος: ὁ τῆς πεντηκοντόρου ἄρχων, ὡς δηλοῖ Δημοσθένης ἐν τῷ περὶ τοῦ ἐπιτριηραρχήματος, ὅτι δὲ πεντηκόντορος ἐκαλεῖτο ἡ ναῦς ἡ ὑπὸ πεντήκοντα ἐρεσσομένη πρόδηλον»· ἀλλ’ ἴδε Böckh Inscr. Nav. σ. 120.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
litt. commandant de cinquante hommes ; particul. officier d’administration qui suppléait le triérarque pour l’administration ; commandant en second sur une galère.
Étymologie: πεντήκοντα, ἄρχω.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
(στην αρχαία Αθήνα) ο πέμπτος στην ιεραρχία αξιωματικός πολεμικού πλοίου ο οποίος διοικούσε σώμα από πενήντα άνδρες και βοηθούσε τον τριήραρχο στην επιτέλεση του έργου του
αρχ.
διοικητής, αρχηγός στρατιωτικού σώματος πενήντα ανδρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + -αρχος].
Greek Monotonic
πεντηκόνταρχος: ὁ, ο αρχηγός πενήντα αντρών, σε Ξεν., Δημ.
Russian (Dvoretsky)
πεντηκόνταρχος: ὁ пентеконтарх, начальник отряда в пятьдесят человек (преимущ. гребцов) Dem., Xen.