συναπτικός: Difference between revisions

From LSJ

Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientiaErfahrung überwindet Unerfahrenheit

Menander, Monostichoi, 169
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synaptikos
|Transliteration C=synaptikos
|Beta Code=sunaptiko/s
|Beta Code=sunaptiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">capable of adjusting</b>, τῶν μερῶν πρὸς ἄλληλα <span class="bibl">Phld.<span class="title">Piet.</span>8</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Gramm., <b class="b3">σ. σύνδεσμος</b> or <b class="b3">ὁ σ</b>. alone, [[hypothetical]] conjunction (<b class="b3">εἰ, εἴπερ</b>, etc.), <span class="bibl">Chrysipp.Stoic.2.68</span>, <span class="bibl">D.T. 642.32</span>, Plu.2.386f, <span class="bibl">A.D.<span class="title">Conj.</span>218.11</span>. Adv. <b class="b3">-κῶς</b>, gloss on [[αὐτοσχεδόν]], Sch.<span class="bibl">Hes.<span class="title">Sc.</span>189</span>; on <b class="b3">ἄφαρ</b>, Sch.D <span class="bibl">Od.2.169</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> = [[συστρεπτικός]], of cold, Gal.17(2).37.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[capable of adjusting]], τῶν μερῶν πρὸς ἄλληλα <span class="bibl">Phld.<span class="title">Piet.</span>8</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Gramm., <b class="b3">σ. σύνδεσμος</b> or <b class="b3">ὁ σ</b>. alone, [[hypothetical]] conjunction (<b class="b3">εἰ, εἴπερ</b>, etc.), <span class="bibl">Chrysipp.Stoic.2.68</span>, <span class="bibl">D.T. 642.32</span>, Plu.2.386f, <span class="bibl">A.D.<span class="title">Conj.</span>218.11</span>. Adv. <b class="b3">-κῶς</b>, gloss on [[αὐτοσχεδόν]], Sch.<span class="bibl">Hes.<span class="title">Sc.</span>189</span>; on <b class="b3">ἄφαρ</b>, Sch.D <span class="bibl">Od.2.169</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> = [[συστρεπτικός]], of cold, Gal.17(2).37.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 14:44, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναπτικός Medium diacritics: συναπτικός Low diacritics: συναπτικός Capitals: ΣΥΝΑΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: synaptikós Transliteration B: synaptikos Transliteration C: synaptikos Beta Code: sunaptiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A capable of adjusting, τῶν μερῶν πρὸς ἄλληλα Phld.Piet.8.    II Gramm., σ. σύνδεσμος or ὁ σ. alone, hypothetical conjunction (εἰ, εἴπερ, etc.), Chrysipp.Stoic.2.68, D.T. 642.32, Plu.2.386f, A.D.Conj.218.11. Adv. -κῶς, gloss on αὐτοσχεδόν, Sch.Hes.Sc.189; on ἄφαρ, Sch.D Od.2.169.    III = συστρεπτικός, of cold, Gal.17(2).37.

German (Pape)

[Seite 1003] ή, όν, verbindend, anknüpfend, σύνδεσμος, Plut. de εἰ ap. Delph. 6; adv. συναπτικῶς, = εὐθέως, ἄφαρ, Schol. Od. 2, 169.

Greek (Liddell-Scott)

συναπτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἐπιτήδειος εἰς σύναψιν, συνδετικός, συμπλεκτικός, σ. σύνδεσμος ἢ μόνον ὁ σ., σύνδεσμος συμπλεκτικός, Πλούτ. 2. 385Ε, Ἀπολλ. ἐν Α. Β. 501. Ἐπίρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 189· διάφ. γραφὴ ἀντὶ συναπτῶς, Εὐστ. εἰς Ὀδ. Β. 169.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui a la propriété de marquer la connexion ; t. de gramm. συναπτικὸς συνδεσμός PLUT conjonction marquant la connexion, c. εἰ, εἴπερ, etc. ; t. de gramm. corrélatif.
Étymologie: συνάπτω.

Greek Monolingual

-ή, -ό, / συναπτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ συνάπτω
κατάλληλος στο να συνάπτει, συνδετικός
νεοελλ.
1. βιολ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σύναψη τών νευρικών κυττάρων («συναπτικός χώρος»)
2. φρ. α) «συναπτική σχισμή»
βιολ. χώρος μεταξύ τών πλασματικών μεμβρανών στις συνάψεις δύο νευρικών κυττάρων ή ενός νευρώνα και ενός άλλου κυττάρου, με πλάτος ίσο ή λίγο μεγαλύτερο τών 20 νανομέτρων
β) «συναπτικό κυστίδιο»
βιολ. καθένα από τα στρογγυλά κυστίδια που απελευθερώνονται στις συνάψεις δύο νευρικών κυττάρων ή ενός νευρώνα και ενός άλλου κυττάρου, κατά τη διέγερση από μια νευρική ώση
γ) «συναπτική μεταβίβαση»
βιολ. η μεταβίβαση τών μηνυμάτων που γίνεται μεταξύ τών συνάψεων δύο νευρικών κυττάρων ή μεταξύ ενός νευρώνα και ενός άλλου κυττάρου
αρχ.
1.(για το ψύχος) αυτός που έχει την ιδιότητα να πήζει, να παγώνει
2. φρ. «συναπτικὸς σύνδεσμος» ή, απλώς, «συναπτικός» — συμπλεκτικός σύνδεσμος.
επίρρ...
συναπτικῶς Α
συναπτώς.

Russian (Dvoretsky)

συναπτικός: II ὁ грам. сочинительный союз.
грам. соединительный, сочинительный (σύνδεσμος Plut.).