προσηκόντως: Difference between revisions
mNo edit summary |
(CSV import) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<br />[[suitably]], [[fitly]], [[duly]], πρ. τῇ πόλει as beseems the [[dignity]] of the [[state]], Thuc. [from [[προσήκω]] | |mdlsjtxt=<br />[[suitably]], [[fitly]], [[duly]], πρ. τῇ πόλει as beseems the [[dignity]] of the [[state]], Thuc. [from [[προσήκω]] | ||
}} | |||
{{WoodhouseAdverbsReversed | |||
|woodadr=[[appropriately]], [[becomingly]], [[befittingly]], [[fitly]], [[fittingly]], [[properly]], [[suitably]] | |||
}} | }} |
Revision as of 09:25, 4 July 2020
English (LSJ)
Adv.
A suitably, fitly, προσηκόντως τῇ πόλει = as beseems the dignity of the state, Th.2.43, cf. Pl.Lg.659b, Isoc.3.27, 6.70, Hyp.Eux.17, Men.Epit.490, etc.
German (Pape)
[Seite 764] adv. part. praes. von προσήκω, nach Gebühr, auf ziemende Weise, dem ὀρθῶς entsprechend, Plat. Legg. II, 659 b Xen. Mem. 3, 11, 6.
Greek (Liddell-Scott)
προσηκόντως: Ἐπίρρ., ἁρμοδίως, πρεπόντως, καλῶς, πρ. τῇ πόλει, ὡς ἁρμόζει εἰς τὴν ἀξιοπρέπειαν τῆς πόλεως, Θουκ. 2. 43· οὕτω καὶ Πλάτ. ἐν Νόμ. 659Β, Ἰσοκρ. 32C, 130D, Ὑπερείδ. ὑπὲρ Εὐξεν. 30, κτλ.
French (Bailly abrégé)
adv.
convenablement.
Étymologie: προσήκω.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
επίρρ. όπως πρέπει, όπως ταιριάζει («προσηκόντως τῇ πόλει», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσῆκον, μτχ. του απρόσωπου προσήκει].
Greek Monotonic
προσηκόντως: επίρρ., κατάλληλα, ταιριαστά, δεόντως, προσηκόντως τῆ πόλει, όπως αρμόζει στην αξιοπρέπεια της πόλης, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
προσηκόντως: надлежащим образом, подобающе Thuc., Isocr., Xen., Plat., Arst., Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσηκόντως [προσήκω] adv., op gepaste wijze, passend (bij); met dat.. προσηκόντως τῇ πόλει op een wijze die de stad waardig is Thuc. 2.43.1.
Middle Liddell
suitably, fitly, duly, πρ. τῇ πόλει as beseems the dignity of the state, Thuc. [from προσήκω
English (Woodhouse)
appropriately, becomingly, befittingly, fitly, fittingly, properly, suitably