καμπτήρ: Difference between revisions
ἄμμες δὲ γ' ἐσσόμεσθα πολλῷ κάρρονες → and we shall be better by far | we shall be sometime mightier men by far than both | sometime we shall become much better than you | so we shall be, and braver far
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
(CSV import) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[καμπτήρ]], ῆρος, [[κάμπτω]]<br /><b class="num">I.</b> a [[bend]], an [[angle]], Xen.<br /><b class="num">II.</b> the [[turning]]-[[point]] in the [[δίαυλος]], the [[goal]], Arist.: metaph., κ. [[πύματος]] [[life]]'s [[last]] [[turn]] or [[course]], Anth. | |mdlsjtxt=[[καμπτήρ]], ῆρος, [[κάμπτω]]<br /><b class="num">I.</b> a [[bend]], an [[angle]], Xen.<br /><b class="num">II.</b> the [[turning]]-[[point]] in the [[δίαυλος]], the [[goal]], Arist.: metaph., κ. [[πύματος]] [[life]]'s [[last]] [[turn]] or [[course]], Anth. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[bend]], [[curve]] | |||
}} | }} |
Revision as of 14:10, 4 July 2020
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A bend, angle, X.Cyr.7.1.6, Str.14.2.14. II turning-point in the δίαυλος, which was the goal in the single race (cf. καμπή 11), Arist.Rh.1409a32, BCH23.567(Delph., iii B.C.), Babr.29.4: pl., as works of art, Plin.HN36.25: metaph., κ. βίου the 'last lap' of life, Herod.10.3; κ. πύματος, of the colophon which marks the last page, AP12.257.1 (Mel.).
German (Pape)
[Seite 1318] ῆρος, ὁ, der Umbiegende, die Biegung, Wendung, Winkel; bei Xen. Cyr. 7, 1, 6 entspricht καμπτῆρα ἑκατέρωθεν ἐποιήσαντο, περὶ ὃν κάμπτοντες ἀνέτεινον τὰ κέρατα der ἐπικαμπή; Strab. XIV, 655 καμπτήρ τις ἐπὶ τὰς ἄρκτους ἐστί; in der Rennbahn die Biegung, der Ort, wo man um das Ziel herumlenken muß, Arist. rhet. 3, 9 u. a. Sp., ἁ πύματον καμπτῆρα καταγγέλλουσα κορωνίς Mel. 129 (XII, 257), die letzte Wendung, das Ende; τοῦ βίου κ., die Wendung des Lebens, wenn die Kräfte abzunehmen anfangen, Herodes bei Stob. fl. 116, 21.
Greek (Liddell-Scott)
καμπτήρ: ῆρος, ὁ, καμπή, γωνία, Ξεν. Κύρ. 7. 1, 6, Στράβ. 655. ΙΙ. ἐν τῷ σταδίῳ καμπτὴρ ἦτο τὸ σημεῖον καθ᾿ ὃ οἱ τρέχοντες ἐν τῷ ἀγωνίσματι τοῦ διαύλου ἢ δολίχου ἔστρεφον περὶ αὐτὸ ἵνα ἐπανέλθωσιν εἰς τὸ μέρος ὅθεν ἀνεχώρησαν,ἐνῷ ἐν τῷ ἁπλῷ δρόμῳ ἦτο τὸ τέρμα, ὡς τὸ καμπὴ ΙΙ, Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 2, πρβλ. Βαβρ. 29. 4· μεταφ., ὡς τυφλὸς ὁὐπέκεινα (δηλ. τοῦ ἑξηκοστοῦ ἔτους) τοῦ βίου καμπτήρ, ὅπερ σημαίνει: θάτερον κῶλον τοῦ διαύλου (κατὰ τὸν Αἰσχύλ. ἐν Ἀγ. 344) Ἡρώνδ. Μολπ. ΧΙΙ. 42 Meister, πρβλ. Στοβ. 591. 34· πύματος καμπτήρ, ἡ ἐσχάτη στροφή, ὁ ἔσχατος δρόμος τῆς ζωῆς, Ἀνθ. Π. 12. 257· πρβλ. κάμπτω ΙΙ.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
1 courbure, courbe, inflexion;
2 borne de l’hippodrome, autour de laquelle tournaient les chars.
Étymologie: R. Καμπ, v. κάμπτω.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
καμπτήρ: -ῆρος, ὁ (κάμπτω),·
I. καμπή, γωνία, σε Ξεν.
II. σημείο στροφής στον δίαυλον, τέρμα, σε Αριστ.· μεταφ., κ. πύματος, η τελευταία στροφή, το έσχατο γύρισμα της ζωής ή ο τελευταίος δρόμος της, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
καμπτήρ: ῆρος ὁ
1) изгиб, поворот: τὸν καμπτῆρα ἑκατέρωθεν ποιεῖσθαι Xen. загнуть оба фланга (для охватывающего маневра);
2) конечный поворот (на ристалищах) (ἐπὶ τοῖς καμπτῆρσιν οἱ ἀντίπαλοι ἐκπνεύουσι καὶ ἐκλύονται Arst.): κ. πύματος Anth. исход жизни, последняя черта.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καμπτήρ -ῆρος, ὁ [κάμπτω] bocht. keerpunt (in een renbaan).
Middle Liddell
καμπτήρ, ῆρος, κάμπτω
I. a bend, an angle, Xen.
II. the turning-point in the δίαυλος, the goal, Arist.: metaph., κ. πύματος life's last turn or course, Anth.