στόμιον: Difference between revisions
Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Κατὰ Ἰωάννην 1:1) → In the beginning was the Word, and the Word was with God, and the Word was God.
(CSV import) |
|||
Line 30: | Line 30: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[στόμιον]], ου, τό, [Dim. of [[στόμα]]:]<br /><b class="num">I.</b> the [[mouth]] of a [[cave]], Soph.: a [[cave]], [[vault]], Aesch.: the [[socket]] of a [[bolt]], Anth.<br /><b class="num">II.</b> a [[bridle]]-bit, bit, Hdt., Trag.; metaph., στ. Τροίας a bit or [[curb]] for [[Troy]], i. e. the Greek [[army]], Aesch. | |mdlsjtxt=[[στόμιον]], ου, τό, [Dim. of [[στόμα]]:]<br /><b class="num">I.</b> the [[mouth]] of a [[cave]], Soph.: a [[cave]], [[vault]], Aesch.: the [[socket]] of a [[bolt]], Anth.<br /><b class="num">II.</b> a [[bridle]]-bit, bit, Hdt., Trag.; metaph., στ. Τροίας a bit or [[curb]] for [[Troy]], i. e. the Greek [[army]], Aesch. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[bit]], [[entrance]], [[mouth]] | |||
}} | }} |
Revision as of 15:15, 4 July 2020
English (LSJ)
τό, Dim. of στόμα: generally,
A mouth, Posidipp.26 16 codd. Ath.; στομίοισι δυσαλθές Nic.Al.12; of a venomous beast, ib. 524, Th.233. II mouth of a vessel, κέρασι χρυσᾶ σ. προσβεβλημένοις A.Fr.185; [sc. συρίγγων] Emp.100.3; mouth of a cave used as a grave, S.Ant.1217: hence cave, vault, as if it were the entrance of the lower world, A.Ch.807 (lyr., of Delphi), cf. Pl.R.615d, 615e: of any aperture or opening, Ti.Locr.101d, Arist.HA623a4; cavity from which winds issue, Id.Mu.395b27; σ. γαστρός Nic.Al.509; σ. τῆς ὑστέρας ος uteri, Sor.1.9, al.; [τῆς κύστεως] Gal.6.65, cf. 18(2).265, Aret. SD2.1, al.; socket of a bolt, στομίοις κλεῖθρα δέχοισθε AP7.391 (Bass.); mouth of a canal, CPR42.13 (iii A.D.), etc. III bridle-bit, bit, χαλινοὺς καὶ στόμια ἐμβαλεῖν Hdt.4.72, cf. 1.215; χάλυβος . . στόμιον παρέχουσα S.Tr.1261 (anap.); γνώμῃ στομίων ἄτερ εὐθύνων A.Pr.289 (anap.); δακὼν δὲ σ. ὡς νεοζυγὴς πῶλος ib.1009; στόμια δέχεσθαι S.El.1462; ἐνδακοῦσαι στόμια E.Hipp.1223; συνδάκνειν X.Eq.6.9; σ. Τροίας a bit or curb for Troy, of the Greek army, A.Ag.132 (lyr.). 2 = φορβειά, Eust.539.16. 3 female ornament for the neck, Poll.5.98.
German (Pape)
[Seite 948] τό, dim. von στόμα, kleiner Mund, Oeffnung, z. B. einer Höhle, Aesch. Ch. 796; vgl. Soph. Ant. 1202; Plat. Rep. X, 615 d; τῶν ὀρυγμάτων, Pol. 16, 11, 4; τὰ στόμια = στόμα, Posidipp. bei Ath. IX, 370 (v. 16). – Gebiß am Zaume, δακὼν δὲ στόμιον ὡς νεοζυγὴς πῶλος, Aesch. Prom. 1011; vgl. τόνδ' οἰωνὸν γνώμῃ στομίων ἄτερ εὐθύνων, 287; στόμια πριονωτά, Ar. bei Poll. 10, 56; χαλινοὺς καὶ στόμια ἐμβαλεῖν, Her. 4, 72; στόμια δέχεσθαι od. δάκνειν, Valk. Eur. Hipp. 1223; ὦ ψυχὴ χάλυβος λιθοκόλλητον στόμιον παρέχουσα, Soph. Trach. 1251; vgl. ὡς εἴ τις ἐλπίσιν κεναῖς πάρος ἐξῄρετο – στόμια δέχηται τἀμά, El. 1462; χρυσοδαιδάλτους στομίοισι πώλους, Eur. I. A. 219; I. T. 935; sp. D., στομίοις κλεῖθρα δέχεσθαι, Bass. 10 (VII, 391).
Greek (Liddell-Scott)
στόμιον: τό, ὑποκορ. τοῦ στόμα· καθόλου, στόμα, Ποσείδιππ. ἐν «Χορευούσαις» 1. 16· στομίοισι δυσαλθὲς Νικ. Ἀλεξιφ. 12· ἐπὶ δηλητηριώδους ζῴου, αὐτόθι 524, Θηρ. 233. ΙΙ. τὸ στόμα ἀγγείου, κέρασι χρυσᾶ στ. προσβεβλημένοις Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 183· τὸ στόμα σπηλαίου χρησιμεύοντος ὡς τάφου, Σοφ. Ἀντ. 1217· ἐντεῦθεν, σπήλαιον, ὑπόγειον χάσμα, οἱονεὶ εἴσοδος εἰς τὸν κάτω κόσμον, Αἰσχύλ. Χο. 807 (περὶ τῶν Δελφῶν), πρβλ. Πλάτ. Πολ. 615D, E· - ἐπὶ παντὸς ἀνοίγματος, Τίμ. Λοκρ. 101D, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 39, 2· κοιλότης ἐξ ἧς αἴρονται ἄνεμοι, ὁ αὐτ. π. Κόσμ. 4. 28· στ. γάστρὸς Νικ. Ἀλεξιφ. 509· ἡ θήκη μοχλοῦ, στομίοις κλῇθρα δέχοισθε Ἀνθ. Π. 7. 391. ΙΙΙ. τὸ εἰς τὸ στόμα ἐμβαλλόμενον σιδήριον τοῦ χαλινοῦ, χαλινοὺς καὶ στόμια ἐμβαλεῖν Ἡρόδ. 4. 72, πρβλ. 1. 215· χάλυβος.. στόμιον παρέχουσα Σοφ. Τρ. 1261· γνώμῃ στομίων ἄτερ εὐθύνων Αἰσχύλ. Πρ. 287· δακὼν δὲ στ. ὡς νεοζυγὴς πῶλος αὐτόθι 1009· στόμιον δέχεσθαι Σοφ. Ἠλ. 1462· στ. ἐνδακεῖν Εὐρ. Ἱππ. 1223· συνδάκνειν Ξεν. Ἱππ. 6, 9· στ. Τροίας, «χαλινάρι» τῆς Τροίας, βασανιστήριον αὐτῆς, Αἰσχύλ. Ἀγ. 133. 2) = φορβειά, Εὐστ. 539. 16. 3) γυναικεῖον κόσμημα τοῦ τραχήλου, Πολύδ. Ε, 98.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 ouverture, orifice (d’une caverne, d’une cavité);
2 mors d’un cheval.
Étymologie: στόμα.
Greek Monotonic
στόμιον: τό, υποκορ. του στόμα·
I. στόμιο, δηλ. άνοιγμα σπηλαίου, σε Σοφ.· σπηλιά, θόλος, σε Αισχύλ.· θήκη μοχλού, υποδοχή σύρτη, σε Ανθ.
II. σιδερένιο τμήμα από χαλινάρι που μπαίνει στο στόμα, χαλινάρι, σε Ηρόδ., Τραγ.· μεταφ., στόμιον Τροίας, «χαλινάρι» της Τροίας, το βασανιστήριο της Τροίας, δηλ. ο στρατός των Ελλήνων, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
στόμιον: τό [demin. к στόμα
1) отверстие, вход Aesch., Soph., Arst.;
2) полость, пещера: τὸ μέγα σ. Aesch. великая пещера (в Дельфах);
3) расселина, место выхода (στόμια τῶν πνευμάτων Arst.);
4) замочная скважина: στομίοις κλεῖθρα δέχεσθαι Anth. принимать засовы в скважины, т. е. быть запираемым на засовы;
5) удила (χαλινοὶ καὶ στόμια Her.): στόμια δέχεσθαι Soph. принимать удила, т. е. давать себя обуздать, покоряться; σ. μέγα Τροίας Aesch. великая узда Трои (об ахейцах);
6) пасть (αἱματερὰ στόμι᾽ ἐπεμβαλεῖν τινι Eur.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στόμιον -ου, τό, demin. van στόμα. mond, d.w.z. opening, ingang, uitgang. bit (metalen mondstuk voor paarden waaraan de teugels vastgemaakt worden):; στόμια ἐμβάλλειν ἐς τοὺς ἵππους de paarden een bit indoen Hdt. 4.72.4; δακὼν στόμιον bijtend op het bit Aeschl. PV 1009; overdr.. σ. Τροίας het bit van Troje (van Griekse leger) Aeschl. Ag. 132; στόμια δέχεσθαι het bit accepteren (d.w.z. gezag accepteren) Soph. El. 1462.
Middle Liddell
στόμιον, ου, τό, [Dim. of στόμα:]
I. the mouth of a cave, Soph.: a cave, vault, Aesch.: the socket of a bolt, Anth.
II. a bridle-bit, bit, Hdt., Trag.; metaph., στ. Τροίας a bit or curb for Troy, i. e. the Greek army, Aesch.