εὐαπάτητος: Difference between revisions

From LSJ

Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt

Menander, Monostichoi, 74
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
(CSV import)
Line 30: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=εὐ-ᾰπάτητος, ον [[ἀπατάω]]<br />[[easy]] to [[cheat]], Plat.
|mdlsjtxt=εὐ-ᾰπάτητος, ον [[ἀπατάω]]<br />[[easy]] to [[cheat]], Plat.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[easily deceived]], [[easy to deceive]]
}}
}}

Revision as of 15:40, 4 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐᾰπάτητος Medium diacritics: εὐαπάτητος Low diacritics: ευαπάτητος Capitals: ΕΥΑΠΑΤΗΤΟΣ
Transliteration A: euapátētos Transliteration B: euapatētos Transliteration C: evapatitos Beta Code: eu)apa/thtos

English (LSJ)

[πᾰ], ον,

   A easy to cheat, Pl.Phdr.263b (Comp.); οἱ ἀγαθοὶ εὐ. Biasap.Stob.3.37.36, cf. Arist.Insomn.460b9, al.    II Act., cheating readily, τὸ θῆλυ -ότερον Id.HA608b12.

German (Pape)

[Seite 1057] 1) leicht zu betrügen, im comp. Plat. Phaedr. 263 b; Bias Stob. fl. 87, 36; ὦτα Plut. – 2) akt., leicht täuschend, Arist. H. A. 9, 1.

Greek (Liddell-Scott)

εὐαπάτητος: -ον, ὃν εὐκόλως δύναται νὰ ἀπατήσῃ τις, Πλάτ. Φαῖδρ. 263Β, Βίας παρὰ Στοβ. 221. 46, Ἀριστ. π. Ἐνυπν. 2. 16. κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐνεργ., ἑτοίμως, εὐκόλως ἀπατῶν τινα, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 7.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 facile à tromper;
2 qui trompe facilement.
Étymologie: εὖ, ἀπατάω.

Greek Monolingual

-η -ο (Α εὐαπάτητος, -ον)
αυτός που εξαπατάται εύκολα, αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να ξεγελάσει, να πλανέψει εύκολα, ο εύπιστος, ο ευκολοπίστευτος, ο μωροπίστευτος
αρχ.
αυτός που εξαπατά εύκολα («εὐαπατητότερον τὸ θῆλυ», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -απατητος (< απατώ), πρβλ. ανεξ-απάτητος, δυσεξ-απάτητος].

Greek Monotonic

εὐᾰπάτητος: -ον (ἀπατάω), αυτός που ξεγελιέται εύκολα, εύπιστος, ευκολόπιστος, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

εὐᾰπάτητος:
1) без труда обманываемый, легко вводимый в заблуждение Plat., Arst., Plut.;
2) легко обманывающий, лживый Arst.

Middle Liddell

εὐ-ᾰπάτητος, ον ἀπατάω
easy to cheat, Plat.

English (Woodhouse)

easily deceived, easy to deceive

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)