μικροπρεπής: Difference between revisions
Ἐχθροὺς ἀμύνου μὴ ‘πὶ τῇ σαυτοῦ βλάβῃ → Ulciscere hostem, non tamen damno tuo → Die Feinde wehre ohne Schaden für dich ab
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mikroprepis | |Transliteration C=mikroprepis | ||
|Beta Code=mikropreph/s | |Beta Code=mikropreph/s | ||
|Definition=ές, (πρέπω) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[petty]], [[mean]], [[shabby]], opp. [[μεγαλοπρεπής]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1123a27</span>; <b class="b3">ἡ ἀκριβολογία μικροπρεπές</b> ib.<span class="bibl">1122b8</span>; μικροπρεπὲς ἡ ἀκρίβεια <span class="bibl">Demetr.<span class="title">Eloc.</span>53</span>, cf. <span class="bibl">60</span>, Charond. ap. Stob.4.2.24, <span class="bibl">Phalar.<span class="title">Ep.</span>118</span> (Comp.); | |Definition=ές, (πρέπω) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[petty]], [[mean]], [[shabby]], opp. [[μεγαλοπρεπής]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1123a27</span>; <b class="b3">ἡ ἀκριβολογία μικροπρεπές</b> ib.<span class="bibl">1122b8</span>; μικροπρεπὲς ἡ ἀκρίβεια <span class="bibl">Demetr.<span class="title">Eloc.</span>53</span>, cf. <span class="bibl">60</span>, Charond. ap. Stob.4.2.24, <span class="bibl">Phalar.<span class="title">Ep.</span>118</span> (Comp.); μικροπρεπής [[βίος]] Plu.2.8a. Adv. [[μικροπρεπῶς]] Posidon. ap. Gal.5.471, Sch.<span class="bibl">E.<span class="title">Ph.</span>111</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 20:56, 16 November 2020
English (LSJ)
ές, (πρέπω)
A petty, mean, shabby, opp. μεγαλοπρεπής, Arist.EN1123a27; ἡ ἀκριβολογία μικροπρεπές ib.1122b8; μικροπρεπὲς ἡ ἀκρίβεια Demetr.Eloc.53, cf. 60, Charond. ap. Stob.4.2.24, Phalar.Ep.118 (Comp.); μικροπρεπής βίος Plu.2.8a. Adv. μικροπρεπῶς Posidon. ap. Gal.5.471, Sch.E.Ph.111.
German (Pape)
[Seite 184] ές, der Ggstz von μεγαλοπρεπής und ἐλευθέριος, kleinlich, bes. in Geldsachen, von niedriger, gemeiner Denkart; ἡ περὶ λέξιν ἅμιλλα μικροπρεπὲς φαίνεται καὶ σοφιστικόν, Plut. Nic. 1; Luc. Epist. saturn. 32 u. a. Sp. – Auch adv. μικροπρεπῶς, Schol. Eur. Phoen. 111.
Greek (Liddell-Scott)
μῑκροπρεπής: -ές, (πρέπω) ὡς τὸ μικρολόγος, εὐτελής, χαμερπής, φειδωλός, σχεδὸν ἰσοδύναμον τῷ Λατ. illiberalis, ἀνελεύθερος, δουλοπρεπής, ἀντίθ. τῷ μεγαλοπρεπής, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4, 2, 21, κ. ἀλλ.· ἐπὶ πραγμάτων, αὐτόθι 4. 2, 8. Ἐπίρρ. -πῶς, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 111.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
de petit esprit ou de petit caractère, mesquin, pointilleux, parcimonieux ; en gén. vulgaire.
Étymologie: μικρός, πρέπω.
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ μικροπρεπής, Α και μτγν. τ. σμικροπρεπής, -ές)
αυτός που συμπεριφέρεται με τρόπο που προσιδιάζει σε ασήμαντους ανθρώπους, χαμερπής, ευτελής, αναξιοπρεπής, πρόστυχος
αρχ.
1. ανελεύθερος, δουλοπρεπής
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μικροπρεπές
α) το τετριμμένο, η κοινοτοπία
β) μικροψυχία
γ) το να είναι κανείς υποταγμένος σε κάτι.
επίρρ...
μικροπρεπώς (ΑΜ μικροπρεπῶς)
με μικροπρεπή τρόπο, με τρόπο που αρμόζει σε μικροπρεπή άνθρωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + -πρεπής (< πρέπω), πρβλ. μεγαλο-πρεπής].
Greek Monotonic
μῑκροπρεπής: -ές (πρέπω), αυτός που είναι ασήμαντος στις αντιλήψεις, τις ιδέες του, τσιγκούνης, μικροπρεπής, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
μῑκροπρεπής:
1) мелочный (ἡ περὶ λέξιν ἅμιλλα Plut.);
2) мелкий, жалкий, ничтожный (καὶ ἄλλα μικροπρεπῆ καὶ ἥκιστα ἐλευθέροις πρέποντα Luc.).
Middle Liddell
μῑκρο-πρεπής, ές πρέπω
petty in one's notions, mean, shabby, Arist.