πολυαρχία: Difference between revisions
οὐ γὰρ αὐθάδης οὐδ' ἐπαχθής ὁ χρηστός, οὐδ' αὐθέκαστος ἐστιν ὁ σώφρων ἀνήρ → the man of value is not arrogant or insufferable, and the wise man is not a smug
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=polyarchia | |Transliteration C=polyarchia | ||
|Beta Code=poluarxi/a | |Beta Code=poluarxi/a | ||
|Definition=ἡ, <span class="sense" | |Definition=ἡ, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[command]] or [[government shared by many]], τὸ πλῆθος τῶν στρατηγῶν καὶ ἡ π. <span class="bibl">Th.6.72</span>, cf. <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>6.1.18</span>, <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>4.8.41</span>, <span class="bibl">Plu. <span class="title">Cam.</span>18</span>, etc.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:00, 11 December 2020
English (LSJ)
ἡ, A command or government shared by many, τὸ πλῆθος τῶν στρατηγῶν καὶ ἡ π. Th.6.72, cf. X.An.6.1.18, J.AJ4.8.41, Plu. Cam.18, etc.
German (Pape)
[Seite 659] ἡ, Vielherrschaft; Thuc. 6, 72; Xen. An. 5, 9, 18.
Greek (Liddell-Scott)
πολυαρχία: ἡ, ἀρχή, κυβέρνησις καθ᾿ ἣν πολλοὶ ἄρχουσι, Θουκ. 6. 72, Ξεν. Ἀν. 6. 1, 18, Πλούτ. κλπ.· ― πολυαρχέομαι, ἄρχομαι, κυβερνῶμαι ὑπὸ πολλῶν, Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 10Β.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
gouvernement de plusieurs ou de beaucoup (p. opp. à ὀλιγαρχία), polyarchie.
Étymologie: πολύς, ἄρχω.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ πολύαρχος
καθεστώς στο οποίο η εξουσία ασκείται από πολλά πρόσωπα
νεοελλ.
1. εξουσία που χαρακτηρίζεται από έλλειψη ενότητας
2. (φιλοσ.) φιλοσοφική θεωρία σύμφωνα με την οποία ο κόσμος αποτελείται από πολλά αυτοτελή στοιχεία, πλουραλισμός.
Greek Monotonic
πολυαρχία: ἡ, διακυβέρνηση των πόλλων, σε Θουκ., Ξεν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυαρχία -ας, ἡ [πολύαρχος] veelhoofdig gezag.
Russian (Dvoretsky)
πολυαρχία: ἡ полиархия, многовластие Thuc., Xen.
Middle Liddell
πολυ-αρχία, ἡ,
the government of many, Thuc., Xen.