Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πρόθεμα: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prothema
|Transliteration C=prothema
|Beta Code=pro/qema
|Beta Code=pro/qema
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[public notice]], <span class="bibl">Eun.<span class="title">Hist.</span>p.231</span> D., <span class="title">IG</span>4.364.9 (Corinth, iv A.D.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[fire-guard]] or [[fender]], <span class="bibl">Ph.<span class="title">Bel.</span>77.51</span>, dub. in <span class="bibl">67.11</span>.</span>
|Definition=ατος, τό, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[public notice]], <span class="bibl">Eun.<span class="title">Hist.</span>p.231</span> D., <span class="title">IG</span>4.364.9 (Corinth, iv A.D.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[fire-guard]] or [[fender]], <span class="bibl">Ph.<span class="title">Bel.</span>77.51</span>, dub. in <span class="bibl">67.11</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 21:20, 11 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόθεμα Medium diacritics: πρόθεμα Low diacritics: πρόθεμα Capitals: ΠΡΟΘΕΜΑ
Transliteration A: próthema Transliteration B: prothema Transliteration C: prothema Beta Code: pro/qema

English (LSJ)

ατος, τό,    A public notice, Eun.Hist.p.231 D., IG4.364.9 (Corinth, iv A.D.).    II fire-guard or fender, Ph.Bel.77.51, dub. in 67.11.

German (Pape)

[Seite 723] τό, öffentlicher Anschlag u. dadurch bekannt gemachter Befehl, edictum, Sp.; Suid. auch = Unterlage.

Greek (Liddell-Scott)

πρόθεμα: τό, = πρόγραμμα, «ἡ ― τοῦ δικαστοῦ [ἐκ τ]οῦ προθέματος γνώμη» Dittenb. 2422, 10· δήλωσις ἢ διαταγὴ δημοσία, διάταγμα, Εὐάγρ. 2568Α, Μαλαλ. 216, 338. ΙΙ. θεμέλιον, βάσις, Ἀρχ. Μαθ. 67.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ, πρόθημα Ν προτίθημι
νεοελλ.
φωνήεν που τίθεται στην αρχή ορισμένων λέξεων, χωρίς να σχετίζεται με το θέμα τους, όπως λ.χ. -μείβω, -νομα, -ρετμός στην αρχαία Ελληνική ή α-μάχη, α-τσίγγανος κ.ά. στη νέα Ελληνική, που αρχίζουν από σύμφωνο ή από συμφωνικό σύμπλεγμα
μσν.-αρχ.
δημόσια ειδοποίηση ή διαταγή, διάταγμα
αρχ.
1. πρόγραμμα·
2. θεμέλιο, βάση, υπόβαθρο
3. πυροστάτης ή προφυλακτήρας για τα βλήματα.