σπονδεῖος: Difference between revisions

From LSJ

οὐδὲν γάρ ἐστι κεκαλυμμένον ὃ οὐκ ἀποκαλυφθήσεται → there is nothing hidden that will not be revealed, there is nothing concealed that will not be revealed, there is nothing covered that shall not be revealed, there is nothing covered that won't be uncovered

Source
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=spondeios
|Transliteration C=spondeios
|Beta Code=spondei=os
|Beta Code=spondei=os
|Definition=α, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[used at a libation]], <b class="b3">αὔλημα, μέλος</b>, <span class="bibl">D.H.<span class="title">Dem.</span>22</span>, <span class="bibl">Poll.4.79</span>, etc.; <b class="b3">ὁ σ</b>. (sc. [[νόμος]]) a piece of music used at libations, Plu.2.11 35a. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[σπονδεῖος]] (sc. [[πούς]]), ὁ, in metre, [[spondee]], foot consisting of two long syllables used in melodies accompanying [[σπονδαί]], <span class="bibl">D.H.<span class="title">Comp.</span>17</span>, <span class="bibl">Heph.3.1</span>, etc. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> metaph. of the pulse <b class="b3">διὰ ἴσου</b>, <span class="bibl">Ruf.<span class="title">Syn.Puls.</span>4</span>.</span>
|Definition=α, ον, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[used at a libation]], <b class="b3">αὔλημα, μέλος</b>, <span class="bibl">D.H.<span class="title">Dem.</span>22</span>, <span class="bibl">Poll.4.79</span>, etc.; <b class="b3">ὁ σ</b>. (sc. [[νόμος]]) a piece of music used at libations, Plu.2.11 35a. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[σπονδεῖος]] (sc. [[πούς]]), ὁ, in metre, [[spondee]], foot consisting of two long syllables used in melodies accompanying [[σπονδαί]], <span class="bibl">D.H.<span class="title">Comp.</span>17</span>, <span class="bibl">Heph.3.1</span>, etc. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> metaph. of the pulse <b class="b3">διὰ ἴσου</b>, <span class="bibl">Ruf.<span class="title">Syn.Puls.</span>4</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 22:45, 11 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπονδεῖος Medium diacritics: σπονδεῖος Low diacritics: σπονδείος Capitals: ΣΠΟΝΔΕΙΟΣ
Transliteration A: spondeîos Transliteration B: spondeios Transliteration C: spondeios Beta Code: spondei=os

English (LSJ)

α, ον,    A used at a libation, αὔλημα, μέλος, D.H.Dem.22, Poll.4.79, etc.; ὁ σ. (sc. νόμος) a piece of music used at libations, Plu.2.11 35a.    II σπονδεῖος (sc. πούς), ὁ, in metre, spondee, foot consisting of two long syllables used in melodies accompanying σπονδαί, D.H.Comp.17, Heph.3.1, etc.    2 metaph. of the pulse διὰ ἴσου, Ruf.Syn.Puls.4.

German (Pape)

[Seite 923] zur σπονδή, zur Opferspende od. zum Opfertranke gehörig; Ζεὺς σπ., der Aufseher über die σπονδαί; μέλος, αὔλημα, Sext. Emp. adv. mus. 8 u. Poll. 4, 73. 79, die bei Libationen übliche Musik; πούς, der aus zwei langen Sylben bestehende Versfuß, weil man bei Libationen eine feierliche, langsame Melodie liebte, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

σπονδεῖος: -α, -ον, ὁ ἐν χρήσει κατὰ τὴν σπονδήν, αὔλημα, μέλος Διον. Ἁλ. π. Δημοσθ. 22, Πολυδ. Δ΄, 79, κτλ. ΙΙ. σπονδεῖος (ἐξυπακ. πούς), ὁ, ἐν τῇ μετρικῇ, ποὺς συνιστάμενος ἐκ δύο μακρῶν συλλαβῶν, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 17. Πλούτ. 2. 1135Α, κτλ.· - ἐκλήθη δὲ οὕτως, ἐπειδὴ τοιοῦτο μέτρον ἥρμοζεν εἰς τὰς ἀργὰς καὶ σοβαρὰς μελῳδίας, ὧν χρῆσις ἐγίνετο ἐν ταῖς σπονδαῖς.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui concerne les libations ; σπονδεῖος πούς ou subst.σπονδεῖος spondée, pied de deux syllabes longues, rythme lent en usage dans les chants de libations.
Étymologie: σπονδή.

Greek Monolingual

ο / σπονδεῑος, -εία, -ον, ΝΜΑ
το αρσ. ως ουσ. ο σπονδείος
(ενν. πους) μετρικός πους που αποτελείται από δύο μακρές συλλαβές
αρχ.
1. αυτός που χρησιμοποιείται κατά την σπονδή («οἱ τῶν σπονδείων αύλημάτων ἀκροώμενοι», Δίον.)
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ σπονδεῑος
(ενν. νόμος) η μουσική που ακουγόταν συνήθως στις σπονδές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπονδή + κατάλ. -εῖος (πρβλ. ἰαμβ-εῖος, ἐλεγ-εῖος)].

Greek Monotonic

σπονδεῖος: -α, -ον, αυτός που χρησιμοποιείται κατά τη σπονδή· σπονδεῖος (ενν. πούς), , λέγεται στη μετρική, σπονδείος, μετρικός πόδας που αποτελείται από δύο μακρές συλλαβές· το κατάλληλο μέτρο για τις αργές μελωδίες που ερμηνεύονταν κατά τις σπονδές, συνθήκες (σπονδαί).

Russian (Dvoretsky)

σπονδεῖος: ὁ (sc. πούς) σπονδή спондей (стопа из двух долгих слогов: ‒‒, наиболее характерная для песнопений при жертвенных возлияниях) Plut.

Middle Liddell

σπονδεῖος, η, ον
used at a libation:— σπονδεῖος (sc. πούσ), in metre, a spondee, a foot consisting of two long syllables, being the metre proper to the slow melodies used at σπονδαί (a treaty).