σύγκρατος: Difference between revisions
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sygkratos | |Transliteration C=sygkratos | ||
|Beta Code=su/gkratos | |Beta Code=su/gkratos | ||
|Definition=ον, <span class="sense" | |Definition=ον, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[mixed together]], <span class="bibl">Luc.<span class="title">Am.</span>12</span>, <span class="bibl">Hld.3.15</span>; [[closely united]], σ. ζεῦγος <span class="bibl">E.<span class="title">Andr.</span>495</span> (lyr.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 08:20, 12 December 2020
English (LSJ)
ον, A mixed together, Luc.Am.12, Hld.3.15; closely united, σ. ζεῦγος E.Andr.495 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 969] zusammengemischt, Luc. am. 12.
Greek (Liddell-Scott)
σύγκρᾱτος: -ον, συμμεμιγμένος, ἀνάμικτος, Λουκ. Ἔρωτ. 12, Ἡλιόδ. 3. 15, κτλ.· στενῶς ἡνωμένος, συνδεδεμένος, σ. ζεῦγος Εὐρ. Ἀνδρ. 494.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 mélangé, uni;
2 fig. fortement uni.
Étymologie: συγκεράννυμι.
Greek Monolingual
(I)
-ον, Α
1. ανάμικτος
2. στενά συνδεδεμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -κράτος (< θ. κρατού κεράννυμι «αναμιγνύω», πρβλ. αόρ. β' ἐ-κρά-θην), πρβλ. εὔ-κρατος].
(II)
-η, -ο, Ν συγκρατώ
(στον Ερωτόκρ.) (για μικρά ή λεπτά πράγματα) αυτός που κρατιέται σε δεμάτι («κόβγει και ρίχνει τσι [πλεξούδες] σύγκρατες δίχως πόνο»).
(III)
-η, -ο, Ν
(ιδιωμ. τ.) αναμεμιγμένος με κρέας.
Greek Monotonic
σύγκρᾱτος: -ον (κεράννυμι), αυτός που έχει αναμιχθεί με κάποιον άλλο, ανάμεικτος, ανακατωμένος, αυτός που είναι στενά συνδεδεμένος με, σε Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύγκρᾱτος -ον [συγκεράννυμι] gemengd; overdr.. τόδε σύγκρατον ζεῦγος dat nauwverbonden paar Eur. Andr. 495.
Russian (Dvoretsky)
σύγκρᾱτος: [adj. verb. к συγκεράννυμι
1) смешанный Luc.;
2) крепко соединенный, тесно связанный (ζεῦγος Eur.).
Middle Liddell
σύγ-κρᾱτος, ον, κεράννυμι
mixed together, closely united, Eur.