ἀκουάζομαι: Difference between revisions

From LSJ

λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=akouazomai
|Transliteration C=akouazomai
|Beta Code=a)koua/zomai
|Beta Code=a)koua/zomai
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[hear]], [[listen to]], c. gen., ἀοιδοῦ <span class="bibl">Od.9.7</span>, cf. <span class="bibl">13.9</span>; δαιτὸς [[ἀκουάζεσθον]] [[ye are bidden to]] the feast, like [[καλεῖσθαι]], <span class="bibl">Il.4.343</span>: Medic., of auscultation, ἀ. πρὸς τὰ πλευρά <span class="bibl">Hp.<span class="title">Morb.</span>2.61</span>:—Act., <span class="bibl"><span class="title">h.Merc.</span>423</span>.</span>
|Definition=<span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[hear]], [[listen to]], c. gen., ἀοιδοῦ <span class="bibl">Od.9.7</span>, cf. <span class="bibl">13.9</span>; δαιτὸς [[ἀκουάζεσθον]] [[ye are bidden to]] the feast, like [[καλεῖσθαι]], <span class="bibl">Il.4.343</span>: Medic., of auscultation, ἀ. πρὸς τὰ πλευρά <span class="bibl">Hp.<span class="title">Morb.</span>2.61</span>:—Act., <span class="bibl"><span class="title">h.Merc.</span>423</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 11:35, 12 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκουάζομαι Medium diacritics: ἀκουάζομαι Low diacritics: ακουάζομαι Capitals: ΑΚΟΥΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: akouázomai Transliteration B: akouazomai Transliteration C: akouazomai Beta Code: a)koua/zomai

English (LSJ)

   A hear, listen to, c. gen., ἀοιδοῦ Od.9.7, cf. 13.9; δαιτὸς ἀκουάζεσθον ye are bidden to the feast, like καλεῖσθαι, Il.4.343: Medic., of auscultation, ἀ. πρὸς τὰ πλευρά Hp.Morb.2.61:—Act., h.Merc.423.

German (Pape)

[Seite 78] hören, Hom. dreimal, in derselben Stelle des Verses, Versende ἀκουάζωνται ἀοιδοῦ Od. 9, 7 u. ἀκουάζεσθε δ' ἀοιδοῦ 13, 9; – πρώτωγὰρ καὶ δαιτὸς ἀκουάζεσθον ἐμεῖο Iliad. 4, 343; Scholl. Aristonic. ὅτι ἀκουάζεσθον εἶπε τροπικῶς ἀντὶ τοῦ ἐπαισθάνεσθαι, ἐπεὶ ἡ ἀκοὴ εἶδός ἐστιν αἰσθήσεως ..... καὶ τὸ »τοὶ δὲ (Bkk. οὐδὲ) πληγῆς ἀίοντες (11, 532)«; Didym. Scholl. οὐ λέγει δὲ τῆς ἐμῆς δαιτὸς πρῶτοι ἀκούετε, ἀλλὰ πρῶτοί μου ἀκούετε περὶ δαιτός. οὕτως Ἀρίσταρχος. – H. Merc. 423 aktiv. ἀκουάζοντα θυμῷ.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκουάζομαι: [ἄκ], ἀποθ. = ἀκούωπροσέχω εἴς τινα, μ. γεν., ἀοιδοῦ, Ὀδ. Ι. 7· πρβλ. Ν. 9· δαιτὸς ἀκουάζεσθον, εἶσθε προσκεκλημένοι εἰς τὴν εὐωχίαν, ὡς τὸ καλεῖσθαι, Λατ. vocari, Ἰλ. Δ. 343: - ἀπολ. ἀκροῶμαι, ἀκούω, Ἱππ. 483.10. - Ἐν τῷ Ὕμ. εἰς Ἑρμ. 423 εὕρηται, καὶ ἀκουάζω.

French (Bailly abrégé)

entendre : τινος OD qqn ; δαιτός IL s’entendre inviter à un repas.
Étymologie: ἀκούω.

English (Autenrieth)

listen with delight, ἀοιδοῦ, ‘to the bard;’ δαιτὸς ἀκουάζεσθον ἐμεῖο, ‘hear from me the glad call to the feast,’ Il. 4.343.

Greek Monolingual

ἀκουάζομαι (Α) ἀκουή
1. ακούω, προσέχω
2. είμαι καλεσμένος, προσκεκλημένος
3. Ιατρ. ακούω, ακροώμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Προτιμότερη θεωρείται η άποψη ότι το ρ. ἀκουάζομαι δεν είναι παράγωγο της λ. ἀκουή αλλά επαυξημένος εκφραστικός τ. προερχόμενος από το ρ. ἀκούω.

Greek Monotonic

ἀκουάζομαι: [ᾰκ], αποθ., μόνο σε ενεστ. ἀκούω, ακούω ή προσέχω σε κάτι, με γεν., σε Ομήρ. Οδ.· δαιτὸς ἀκουάζεσθον, είστε προσκεκλημένοι στο συμπόσιο, στο γλέντι, στο φαγοπότι, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ἀκούω [Dep., only in pres.]
to hearken or listen to, c. gen., Od.; δαιτὸς ἀκουάζεσθον ye are bidden to the feast, Il.