ἐπίδικος: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epidikos
|Transliteration C=epidikos
|Beta Code=e)pi/dikos
|Beta Code=e)pi/dikos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">disputed at law, liable to be made the subject of a process at law</b> (cf. [[ἀνεπίδικος]]), ἐ. τινί ἐστιν ὁ κλῆρος <span class="bibl">Is.3.3</span>,<span class="bibl">43</span>, cf. <span class="bibl">11.10</span>; μὴ ἐ. εἶναι τὸν κλῆρον <span class="bibl">D.44.46</span>. Adv. -κως, ἀνυέσθω Petos. ap. <span class="bibl">Vett.Val.128.27</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span>. Subst. <b class="b3">ἐπίδικος, ἡ</b>, [[an heiress for whose hand her next of kin are claimants]] [[at law]], <span class="bibl">Is.3.64</span>; <b class="b3">ἐ. τινα καταλιπεῖν</b> ib.<span class="bibl">73</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span>. generally, [[subject]] [[to a judicial decision]], <b class="b3">δίδωμι ἐμαυτὸν ἐπίδικον τοῖς δημόταις</b> I commit myself [[to]] the people's [[decision]], <span class="bibl">D.H.7.58</span> codd.; [[disputed]], of territory, πρός τινας <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cleom.</span>4</span>; <b class="b3">ἐ. νίκη</b> [[a disputed]] victory, <span class="bibl">Id.<span class="title">Fab.</span>3</span>.</span>
|Definition=ον, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">disputed at law, liable to be made the subject of a process at law</b> (cf. [[ἀνεπίδικος]]), ἐ. τινί ἐστιν ὁ κλῆρος <span class="bibl">Is.3.3</span>,<span class="bibl">43</span>, cf. <span class="bibl">11.10</span>; μὴ ἐ. εἶναι τὸν κλῆρον <span class="bibl">D.44.46</span>. Adv. -κως, ἀνυέσθω Petos. ap. <span class="bibl">Vett.Val.128.27</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span>. Subst. <b class="b3">ἐπίδικος, ἡ</b>, [[an heiress for whose hand her next of kin are claimants]] [[at law]], <span class="bibl">Is.3.64</span>; <b class="b3">ἐ. τινα καταλιπεῖν</b> ib.<span class="bibl">73</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span>. generally, [[subject]] [[to a judicial decision]], <b class="b3">δίδωμι ἐμαυτὸν ἐπίδικον τοῖς δημόταις</b> I commit myself [[to]] the people's [[decision]], <span class="bibl">D.H.7.58</span> codd.; [[disputed]], of territory, πρός τινας <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cleom.</span>4</span>; <b class="b3">ἐ. νίκη</b> [[a disputed]] victory, <span class="bibl">Id.<span class="title">Fab.</span>3</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 18:50, 12 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίδῐκος Medium diacritics: ἐπίδικος Low diacritics: επίδικος Capitals: ΕΠΙΔΙΚΟΣ
Transliteration A: epídikos Transliteration B: epidikos Transliteration C: epidikos Beta Code: e)pi/dikos

English (LSJ)

ον,    A disputed at law, liable to be made the subject of a process at law (cf. ἀνεπίδικος), ἐ. τινί ἐστιν ὁ κλῆρος Is.3.3,43, cf. 11.10; μὴ ἐ. εἶναι τὸν κλῆρον D.44.46. Adv. -κως, ἀνυέσθω Petos. ap. Vett.Val.128.27.    II. Subst. ἐπίδικος, ἡ, an heiress for whose hand her next of kin are claimants at law, Is.3.64; ἐ. τινα καταλιπεῖν ib.73.    2. generally, subject to a judicial decision, δίδωμι ἐμαυτὸν ἐπίδικον τοῖς δημόταις I commit myself to the people's decision, D.H.7.58 codd.; disputed, of territory, πρός τινας Plu.Cleom.4; ἐ. νίκη a disputed victory, Id.Fab.3.

German (Pape)

[Seite 938] worauf man ein Recht hat, vor Gericht Ansprüche machen kann, bes. von Erbschaften u. Erbtöchtern; ὁ κλῆρος Is. 2, 2 u. oft; ἐπιδίκου ὄντος τοῦ κλήρου Dem. 43, 69; vgl. ἡ ἐπίδικος, nach B. A. 256 ἡ ἐπὶ παντὶ τῷ κλήρῳ καταλελειμμένη ὀρφανή, μὴ ὄντος αὐτῇ ἀδελφοῦ, eine Erbinn, um welche die nächsten Verwandten vor Gericht streiten, wer den nächsten Anspruch auf ihre Hand u. ihr Vermögen hat, Dem. u. Is. öfter. – Uebh. bestritten, νίκη, νίκημα, ein streitiger Sieg, Plut. Fab. 3; de Herod. malign. 17; δίδωμι ἐμαυτὸν ἐπίδικον δημόταις, ich übergebe mich dem Richterspruche der Bürger, D. Hal. 7, 58.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίδῐκος: ον (δίκη) ἀμφισβητούμενος ἐνώπιον τοῦ νόμου, δυνάμενος νὰ εἶναι ὡς ὑπόθεσις δίκης (πρβλ. ἀνεπίδικος), ἐπ. ἐστι ὁ κλῆρος Ἰσαῖος 38. 12, πρβλ.42. 17., 84. 24:― ἐπίδικος, ἡ, κληρονόμος, ἣν οἱ πλησιέστατοι τῶν συγγενῶν ἀπαιτοῦσιν εἰς γάμον, ὁ αὐτ. 44. 25 κἑξ.· ἐπ. ἐπὶ ἅπαντι τῷ κλήρῳ ὁ αὐτ. 45. 23· πρβλ. ἐπίκληρος. 2) καθόλου, ὑποκείμενος εἰς δικαστικὴν ἀπόφασιν, δίδωμι ἐμαυτὸν ἐπίδικον τοῖς δημόταις, παραδίδω ἐμαυτὸν εἰς τὴν ἀπόφασιν τοῦ λαοῦ, Διον. Ἁλ. 7. 58· διαφιλονικούμενος, πρός τινα Πλουτ. Κλεομέν. 4· ἐπ. νίκη, ἀμφισβητούμενη νίκη, ὁ αὐτ. ἐν Φαβ. 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
réclamé ou contesté en justice ; fig. ἐπίδικος νίκη PLUT victoire contestée, que chaque parti réclame pour soi.
Étymologie: ἐπί, δίκη.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐπίδικος, -ον)
αυτός που βρίσκεται ακόμη στην κρίση του δικαστηρίου, που δεν έχει ξεκαθαριστεί νομικώς («ἐπιδίκου ὄντος τοῡ κλήρου», Δημοσθ.)
νεοελλ.
φρ. «επίδικο πράγμα» — ό,τι έχει καταστεί αντικείμενο δικαστικής διαφοράς
αρχ.
1. διαφιλονικούμενος, αμφισβητούμενος («ἐπίδικος νίκη»)
2. αυτός που υποβάλλεται στην κρίση κάποιου («δίδωμι ἐμαυτὸν ἐπίδικον τοῑς δημόταις», Διον. Αλ.)
3. το θηλ. ως ουσ.ἐπίδικος
κληρονόμος για την οποία απαιτείται δικαστική απόφαση για το ποιός από τους πλησιέστερους συγγενείς θα τήν κληρονομήσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δίκη.

Greek Monotonic

ἐπίδῐκος: -ον (δίκη),
1. αυτός που αμφισβητείται ενώπιον του νόμου· ἐπίδικος, , κληρονόμος, η οποία ζητείται σε γάμο από τον πλησιέστερο συγγενή της, σε Ρήτ.
2. γενικά, αμφισβητούμενος, διαφιλονικούμενος, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίδῐκος:
1) юр. требуемый по суду, являющийся предметом судебного спора (κλῆρος Isae., Dem.);
2) спорный, оспариваемый (νίκη Plut.).
II ἡ юр. наследница (на руку и на имущественные права которой заявлена судебная претензия) Isae., Dem.

Middle Liddell

ἐπί-δῐκος, ον δίκη
1. disputed at law:— ἐπίδικος, an heiress, whose hand is claimed by her next of kin, Oratt.
2. generally, disputed, Plut.