ἐπίσσυτος: Difference between revisions
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epissytos | |Transliteration C=epissytos | ||
|Beta Code=e)pi/ssutos | |Beta Code=e)pi/ssutos | ||
|Definition=ον<b class="b3">, ἐπισεύω, ἐπέσσυμαι</b>) <span class="sense" | |Definition=ον<b class="b3">, ἐπισεύω, ἐπέσσυμαι</b>) <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[rushing]], [[gushing]], [[κλαυμάτων]] πηγαί <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>887</span>; [[violent]], [[sudden]], [[δύαι]] ib.<span class="bibl">1150</span> (lyr.); βίου τύχαι <span class="bibl">Id.<span class="title">Eu.</span>924</span> (lyr.); φήμα <span class="bibl">E.<span class="title">Hipp.</span>574</span> (lyr.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:59, 12 December 2020
English (LSJ)
ον, ἐπισεύω, ἐπέσσυμαι) A rushing, gushing, κλαυμάτων πηγαί A.Ag.887; violent, sudden, δύαι ib.1150 (lyr.); βίου τύχαι Id.Eu.924 (lyr.); φήμα E.Hipp.574 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 981] (ἐπισεύω), herzueilend, herandringend, schnell eintretend, κλαυμάτων ἐπίσσυτοι πηγαί Aesch. Ag. 861, vgl. 1121; βίου τύχαι Eum. 883; Eur. Hipp. 574.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίσσῠτος: -ον, (ἐπισεύω, ἐπέσσυμαι) ὁ ἐξορμῶν, ὁ ἀναβλύζων μεθ’ ὁρμῆς, ἐπὶ δακρύων, κλαυμάτων ἐπίσσυτοι πηγαὶ κατεσβήκασιν, οὐδ’ ἔνι σταγὼν Αἰσχύλ. Ἀγ. 887· βίαιος, αἰφνίδιος, δύαι αὐτόθι 1150· βίου τύχαι ὁ αὐτ. Εὐμ. 924· μετ’ αἰτ., ὁρμητικός, φρένας ἐπίσσυτος Εὐρ. Ἱππ. 574.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui jaillit avec force ; violent, soudain;
2 qui fond sur, acc..
Étymologie: ἐπισσεύω.
Greek Monolingual
ἐπίσσυτος, -ον (Α) επισεύομαι
1. (για δάκρυα) αυτός που αναβλύζει ορμητικά («κλαυμάτων ἐπίσσυτοι, πηγαὶ κατεσβήκασιν», Αισχύλ.)
2. βίαιος, ξαφνικός («ἐπίσσυτοι βίου τύχαι», Αισχύλ.).
Greek Monotonic
ἐπίσσῠτος: -ον (ἐπέσσυμαι, παρακ. του ἐπισεύω), ορμητικός, αυτός που ξεσπά, που αναπηδά, που αναβλύζει με ορμή, λέγεται για δάκρυα, σε Αισχύλ.· βίαιος, αιφνίδιος, λέγεται για συμφορές, στον ίδ.· με αιτ., ορμητικός, τὰς φρένας, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίσσῠτος:
1) неудержимый, стремительный (δύαι, βίου τύχαι Aesch.);
2) бурно вторгающийся, внезапный (φάμα Eur.).
Middle Liddell
ἐπίσσῠτος, ον ἐπέσσυμαι,] perf. of ἐπισεύω
rushing, gushing, of tears, Aesch.: violent, sudden, of misfortunes, Aesch.: c. acc. rushing upon, τὰς φρένας Eur.