ἐπιγαμία: Difference between revisions
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epigamia | |Transliteration C=epigamia | ||
|Beta Code=e)pigami/a | |Beta Code=e)pigami/a | ||
|Definition=ἡ, <span class="sense" | |Definition=ἡ, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[additional marriage]], <span class="bibl">Ath.13.560c</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span>. [[connection]] [[by marriage]], <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>17.1.1</span>, al.; πρός τινα <span class="bibl">Id.<span class="title">BJ</span>1.12.13</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span>. [[right]] [[of intermarriage]] between states, ἐπιγαμίας . . καὶ ἐπεργασίας καὶ ἐπινομίας <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>3.2.23</span>; <b class="b3">Ἀθαναίοις δόμεν ἐπιγαμίαν</b> Decr.Byz. ap. <span class="bibl">D.18.91</span>, cf. <span class="title">GDI</span>5040 (Hierapytna), Wilcken <span class="title">Chr.</span>27 (ii A.D.). </span><span class="sense"> <span class="bld">b</span>. = Lat. [[conubium]], <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>265.7</span> (ii A.D.), etc.: generally, [[intermarriage]], mostly pl., ἐπιγαμίας ποιεῖσθαι <span class="bibl">Hdt.2.147</span>; ἀλλήλοις <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>1.5.3</span>, cf. Decr. ap.<span class="bibl">D.18.187</span> (sg.); Εὐβοεῦσιν <span class="bibl">Lys.34.3</span>; παρ' ἀλλήλοις <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>5.2.19</span>; πρὸς ἀλλήλους <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1280b16</span>, <span class="bibl">Str.5.3.4</span>; ἐπιγαμίαις χρῆσθαι <span class="bibl">Arist. <span class="title">Pol.</span>1280b36</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 19:25, 12 December 2020
English (LSJ)
ἡ, A additional marriage, Ath.13.560c. 2. connection by marriage, J.AJ17.1.1, al.; πρός τινα Id.BJ1.12.13. II. right of intermarriage between states, ἐπιγαμίας . . καὶ ἐπεργασίας καὶ ἐπινομίας X.Cyr.3.2.23; Ἀθαναίοις δόμεν ἐπιγαμίαν Decr.Byz. ap. D.18.91, cf. GDI5040 (Hierapytna), Wilcken Chr.27 (ii A.D.). b. = Lat. conubium, BGU265.7 (ii A.D.), etc.: generally, intermarriage, mostly pl., ἐπιγαμίας ποιεῖσθαι Hdt.2.147; ἀλλήλοις X.Cyr.1.5.3, cf. Decr. ap.D.18.187 (sg.); Εὐβοεῦσιν Lys.34.3; παρ' ἀλλήλοις X.HG5.2.19; πρὸς ἀλλήλους Arist.Pol.1280b16, Str.5.3.4; ἐπιγαμίαις χρῆσθαι Arist. Pol.1280b36.
German (Pape)
[Seite 931] ἡ, 1) die Nachheirath, zweite Heirath, Ath. XIII, 560 c. – 2) gewöhnl. der Vertrag zweier Staaten, der den beiderseitigen Bürgern aus dem andern eine Frau zu nehmen erlaubt, connubium, ἐπιγαμίαν ποιήσασθαι Xen. Cyr. 1, 5, 3; neben ἐπεργασία 3, 2, 23; οἱ τῶν ἐπιγαμιῶν δεσμοί Plat. Polit. 310 b; τοῖς Εὐβοιεῦσι Lys. 34, 5; πρός τινα, LXX; ἐπιγαμίαι ἦσαν πρὸς ἀλλήλους Strab. V, 231.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιγᾰμία: ἡ, τὸ λαμβάνειν καὶ δευτέραν γυναῖκα ζώσης τῆς πρώτης, διὰ τὴν Ἰόλης ἐπιγαμίαν Ἀθήν. 560C. ΙΙ. ὡς τὸ Λατ. connubium = jus connubii, δικαίωμα ἀπορρέον ἐκ συνθήκης δύο πολιτειῶν καθ’ ἣν ἐπιτρέπεται νὰ λαμβάνωσιν οἱ πολῖται ἑκατέρων ἀμοιβαίως γυναῖκας ἀπ’ ἀλλήλων, ἐπιγαμίας… καὶ ἐπεργασίας καὶ ἐπινομίας Ξεν. Κύρ. 3. 2, 23· Ἀθηναίοις δόμεν ἐπιγαμίαν Ψήφισμα παρὰ Δημ. 256. 6, Ἐπιγραφ. Κρήτ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2554. 66, 2556. 13:- καθόλου, τὸ ἀμοιβαίως λαμβάνειν καὶ διδόναι γυναῖκας, ἐπιγαμίας ποιεῖσθαι Ἡρόδ. 2. 147. Ξεν. Κύρ. 1. 5, 3. πρβλ. Ψήφισμα παρὰ Δημ. 291. 4· τινι Λύσ. 920. 1· παρ’ ἀλλήλοις Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 19· πρὸς ἀλλήλους Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 9, 10, Στράβ. 231· ἐπιγαμίαις χρῆσθαι Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 9, 13.- Πρβλ. ἐπεργασία.- Καθ’ Ἡσύχ.: «συγγένεια. ἢ τὸ παρ’ ἀλλήλων ἄγεσθαι».
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
droit de mariage entre personnes de deux cités différentes ; mariage de ce genre.
Étymologie: ἐπίγαμος.
Greek Monolingual
η (AM επιγαμία) επίγαμος
1. συγγένεια από γάμο, εξ αγχιστείας
2. ο γάμος μεταξύ ατόμων διαφορετικών τάξεων, φυλών, κρατών κ.λπ.
μσν.
ο γάμος ως επί πλέον συγγενικός δεσμός σε άλλους που προϋπάρχουν
αρχ.
δεύτερος γάμος.
Greek Monotonic
ἐπιγᾰμία: ἡ, Λατ. connubium, το δικαίωμα της επιγαμίας ανάμεσα στις πολιτείες, σε Ξεν.· γενικά, επιμιξία, σε Ηρόδ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιγᾰμία: ἡ
1) эпигамия (право взаимных браков между гражданами различных государств Lys., Xen., Plat., Arst., Plut.);
2) (тж. ἐ. πρὸς ἀλλήλους Arst.) смешанный брак Xen., Arst., Plut.
Middle Liddell
ἐπι-γᾰμία, ἡ,
= Lat. connubium, the right of intermarriage between states, Xen.:—generally, intermarriage, Hdt., Xen.