αλυσιδωτός: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἁλυσιδωτός]], -ή, -όν)<br />αυτός που [[είναι]] κατασκευασμένος, πλεγμένος σε [[μορφή]] αλυσίδας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[σχήμα]] αλυσίδας<br /><b>2.</b> [[αλλεπάλληλος]], [[συνεχής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἅλυσις]] από [[θέμα]] <i>ἁλυσιδ</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[ἁλυσίδιον]];) ή αναλογικά [[προς]] το [[φολιδωτός]].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἁλυσιδωτός]], -ή, -όν)<br />αυτός που [[είναι]] κατασκευασμένος, πλεγμένος σε [[μορφή]] αλυσίδας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[σχήμα]] αλυσίδας<br /><b>2.</b> [[αλλεπάλληλος]], [[συνεχής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἅλυσις]] από [[θέμα]] <i>ἁλυσιδ</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[ἁλυσίδιον]];) ή αναλογικά [[προς]] το [[φολιδωτός]].
}}
}}

Latest revision as of 23:20, 29 December 2020

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἁλυσιδωτός, -ή, -όν)
αυτός που είναι κατασκευασμένος, πλεγμένος σε μορφή αλυσίδας
νεοελλ.
1. αυτός που έχει σχήμα αλυσίδας
2. αλλεπάλληλος, συνεχής.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἅλυσις από θέμα ἁλυσιδ- (< ἁλυσίδιον;) ή αναλογικά προς το φολιδωτός.