κατασχηματίζω: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kataschimatizo
|Transliteration C=kataschimatizo
|Beta Code=katasxhmati/zw
|Beta Code=katasxhmati/zw
|Definition=<span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[dress up]] or [[invest with]] a certain form or appearance, σφᾶς αὐτοὺς οὕτως <span class="bibl">Isoc.11.24</span>; κ. ἑαυτὸν σχήματί τινι <span class="bibl">Plu.<span class="title">Rom.</span> 26</span>:—Pass., to [[be conformed]], [[modelled]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Lyc.</span>27</span>.</span>
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[dress up]] or [[invest with]] a certain form or appearance, σφᾶς αὐτοὺς οὕτως <span class="bibl">Isoc.11.24</span>; κ. ἑαυτὸν σχήματί τινι <span class="bibl">Plu.<span class="title">Rom.</span> 26</span>:—Pass., to [[be conformed]], [[modelled]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Lyc.</span>27</span>.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 11:11, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασχημᾰτίζω Medium diacritics: κατασχηματίζω Low diacritics: κατασχηματίζω Capitals: ΚΑΤΑΣΧΗΜΑΤΙΖΩ
Transliteration A: kataschēmatízō Transliteration B: kataschēmatizō Transliteration C: kataschimatizo Beta Code: katasxhmati/zw

English (LSJ)

A dress up or invest with a certain form or appearance, σφᾶς αὐτοὺς οὕτως Isoc.11.24; κ. ἑαυτὸν σχήματί τινι Plu.Rom. 26:—Pass., to be conformed, modelled, Id.Lyc.27.

Greek (Liddell-Scott)

κατασχημᾰτίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, πλάττω μὲ σχῆμά τι, παρασκευάζω μέ τινα μορφὴν ἢ ἐξωτερικόν, ἐνδύω, σφᾶς αὐτοὺς οὕτως Ἰσοκρ. 226A· κ. ἑαυτὸν σχήματί τινι Πλουτ. Ρωμ. 26, πρβλ. Ἀγαθαρχίδ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλιοθ. 448. 16·- Μέσ. ἢ Παθ., συμμορφοῦμαι, πρὸς τὸ καλὸν Πλουτ. Λυκ. 27· κατεσχηματισμένος, πλαστός, Βασιλ.· ὑπεκρίνετο καὶ κατεσχηματίζετο Θεοφύλακτ. Σιμ. 81. 3Β.

French (Bailly abrégé)

former, façonner, figurer;
Moy. κατασχηματίζομαι se conformer : πρὸς τὸ καλόν PLUT à ce qui est bien.
Étymologie: κατά, σχηματίζω.

Greek Monolingual

κατασχηματίζω (AM)
μσν.
1. προσποιούμαι, υποκρίνομαι
2. βάζω στη σειρά καταστρώνω, λογαριάζω ακριβώς
αρχ.
1. διαπλάσσω κάτι σε κάποιο σχήμα, σε κάποια μορφή, διαμορφώνω
2. (κατ' επέκτ.) περιβάλλω, ντύνω
3. (παθ. και μέσ.) κατασχηματίζομαι
παίρνω μορφή ανάλογη με κάτι άλλο.

Greek Monotonic

κατασχημᾰτίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ, πλάθω ή ντύνω με συγκεκριμένο τρόπο εμφάνισης, σε Ισοκρ., Πλούτ. — Μέσ. ή Παθ., συμμορφώνομαι, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

κατασχηματίζω:
1) одевать, наряжать: (τὸ σχῆμα), ᾧ κατεσχημάτιζεν ἑαυτόν Plut. одежда, в которую наряжался (Ромул);
2) образовывать, воспитывать (ἑαυτόν Isocr.; κατασήματίζεσθαι πρὸς τὸ καλόν Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-σχηματίζω een vorm geven:. κατασχηματίζεσθαι πάντας πρὸς τὸ καλόν dat allen gevormd werden tot de deugd Plut. Lyc. 27.5.

Middle Liddell

fut. attic ιῶ
to dress up or invest with a certain form or appearance, Isocr., Plut.:—Mid. or Pass. to conform oneself, Plut.