περαίτερος: Difference between revisions
εὐάγωγόν ἐστι πᾶς ἀνὴρ ἐρῶν → every man in love is compliant
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=peraiteros | |Transliteration C=peraiteros | ||
|Beta Code=perai/teros | |Beta Code=perai/teros | ||
|Definition=α, ον, Comp. of [[πέρα]] (A), <span class="sense"> | |Definition=α, ον, Comp. of [[πέρα]] (A), <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[beyond]], <b class="b3">ὁδοὶ περαίτεραι</b> roads [[leading farther]], <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>9.105</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Adv. [[περαιτέρω]], [[further]], <b class="b3">μανθάνειν π</b>. <span class="bibl">E.<span class="title">Ph.</span>1681</span>; <b class="b3">ἓν οἷδα κοὐ π</b>. <span class="bibl">Id.<span class="title">IT</span>247</span>; <b class="b3">δεινὰ καὶ π</b>. <span class="bibl">Ar.<span class="title">Th.</span>705</span>; <b class="b3">βουλυτὸς ἢ π</b>. <span class="bibl">Id.<span class="title">Av.</span>1500</span>; <b class="b3">οὐδὲν ὅ τι οὐ ξυνέβη καὶ ἔτι π</b>. <span class="bibl">Th.3.81</span>; π. τι λέγειν <span class="bibl">Antipho 5.65</span>; φιλοσοφεῖν <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Char.</span>23.4</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> c. gen., <b class="b3">τῶνδε καὶ π</b>. <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>249</span>; π. τοῦ μετρίου <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>3.13.5</span>; π. τοῦ δέοντος <span class="bibl">Pl. <span class="title">Grg.</span>484c</span>; π. τόλμης <span class="bibl">Plu.<span class="title">Galb.</span>8</span>: abs., π. (sc. <b class="b3">τοῦ δέοντος</b>) <b class="b3"> πεπραγμένα</b> <b class="b2">beyond what is fit, too far</b>, <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>663</span>: neut. [[περαίτερον]] as Adv., <b class="b3">π. ἄλλων</b> [[beyond]], [[better than]] others, <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>8.63</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 20:00, 30 December 2020
English (LSJ)
α, ον, Comp. of πέρα (A), A beyond, ὁδοὶ περαίτεραι roads leading farther, Pi.O.9.105. II Adv. περαιτέρω, further, μανθάνειν π. E.Ph.1681; ἓν οἷδα κοὐ π. Id.IT247; δεινὰ καὶ π. Ar.Th.705; βουλυτὸς ἢ π. Id.Av.1500; οὐδὲν ὅ τι οὐ ξυνέβη καὶ ἔτι π. Th.3.81; π. τι λέγειν Antipho 5.65; φιλοσοφεῖν Thphr.Char.23.4. 2 c. gen., τῶνδε καὶ π. A.Pr.249; π. τοῦ μετρίου X.Mem.3.13.5; π. τοῦ δέοντος Pl. Grg.484c; π. τόλμης Plu.Galb.8: abs., π. (sc. τοῦ δέοντος) πεπραγμένα beyond what is fit, too far, S.Tr.663: neut. περαίτερον as Adv., π. ἄλλων beyond, better than others, Pi.O.8.63.
German (Pape)
[Seite 562] compar. von πέρα, darüber hinaus; ὁδῶν ὁδοὶ περαίτεραι, Pind. Ol. 9, 113, weiter führende Wege, περαίτερον ἄλλων, 8, 63, Aesch. im adv., μή πού τι προὔβης τῶνδε καὶ περαιτέρω; Prom. 247; vgl. Soph. Trach. 944; ὡς δέδοικα, μὴ περαιτέρω πεπραγμέν' ᾖ μ οι πάνθ' ὅσ' ἀρτίως ἔδρων, ib. 660; ὡς μάθῃς περαιτέρω Eur. Phoen. 1681; ἓν τοῦτ' οἶδα κοὐ περαιτέρω, I. T. 247; βουλυτὸς ἢ περαιτέρω, Ar. Av. 1500; u. in Prosa: περαιτέρω προβαίνειν, Plat. Phaedr. 239 d; ἐὰν περαιτέρω τοῦ δέοντος ἐνδιατρίψῃ, länger als nöthig, Gorg. 484 c; Folgde; οὐδὲν περαιτέρω, Pol. 2, 58, 12.
Greek (Liddell-Scott)
περαίτερος: -α, -ον, συγκρ. τοῦ πέρα, ὁδοὶ περαίτεραι, περαιτέρω ἄγουσαι, Πινδ. Ο. 9. 159. ΙΙ. Ἐπίρρ., περαιτέρω «παρέκει», μανθάνειν π. Εὐρ. Φοίν. 1681· ἓν οἶδα κοὐ π. ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 247· δεινὰ καὶ π. Ἀριστοφ. Θεσμ. 705· βουλυτὸς ἢ π. ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 1500 οὐδὲν ὅ τι οὐ ξυνέβη καὶ ἔτι π. Θουκ. 3. 81· π. λέγειν Ἀντιφῶν 137. 11· τὰ πράγματα ἤδη π. βαδίζει Δημ. 688. 14. 2) μετὰ γεν., τῶνδε καὶ π. Αἰσχύλ. Πρ. 247· π. τοῦ μετρίου Ξεν. Ἀπομν. 3. 13, 5· π. τοῦ δέοντος Πλάτ. Γοργ. 484C· καὶ ἀπολ. π., (δηλ. τοῦ δέοντος) πεπραγμένα, πέραν τοῦ ἁρμόζοντος, Σοφ. Τρ. 663· - τὸ οὐδ. περαίτερον ἦν ἐν χρήσει καὶ ὡς ἐπίρρ., π. ἄλλων, «παρέκει», πλέον, ἄμεινον τῶν ἄλλων, Πινδ. Ο. 8. 82.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui va au delà de, gén. ; adv. • περαίτερον plus au delà de, plus que.
Étymologie: περαῖος.
English (Slater)
περαίτερος (comp. of πέραν.)
1 further, longer ἐντὶ γὰρ ἄλλαι ὁδῶν ὁδοὶ περαίτεραι (O. 9.105) adv., κεῖνα δὲ κεῖνος ἂν εἴποι ἔργα περαίτερον ἄλλων beyond (O. 8.63)
Greek Monolingual
-τέρα, -ον, Α
1. αυτός που βρίσκεται πέρα από κάποιον, ο παραπέρα («ἐντὶ γὰρ ἄλλαι ὁδῶν ὁδοὶ περαίτεραι», Πίνδ.)
2. (το ουδ. ως επίρρ.) περαίτερον
μτφ. καλύτερα («κεῑνος ἂν εἴποι ἔργα περαίτερον ἄλλων», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. έχει σχηματιστεί υποχωρητ., από τον συγκρ. περαιτέρω του πέρα.
Greek Monotonic
περαίτερος: -α, -ον, συγκρ. επίθ. (πέρα)·
I. αυτός που βρίσκεται πιο πέρα, ὁδοὶ περαίτεραι, δρόμοι που οδηγούν παραπέρα, σε Πίνδ.
II. 1. επίρρ. περαιτέρω, πιο πέρα, σε Ευρ.· καὶ ἔτι περαίτερος, σε Θουκ.
2. με γεν., τῶνδε καὶ περαίτερος, σε Αισχύλ.· περαίτερος τοῦ μετρίου, σε Ξεν.· και απόλ. περαίτερος (ενν. τοῦ δέοντος), αυτά που έχουν γίνει πέραν αυτού που αρμόζει, πολύ μακριά από αυτό, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
περαίτερος: [compar. к πέρα II] ведущий дальше (ὁδοί Pind.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περαίτερος comp. van πέραιος.
Middle Liddell
περαίτερος, η, ον πέρα
I. beyond, ὁδοὶ περαίτεραι roads leading further, Pind.
II. adv. περαιτέρω, further, Eur.; καὶ ἔτι π. Thuc.
2. c. gen., τῶνδε καὶ π. Aesch.; π. τοῦ μετρίου Xen.; and absol., π. (sc. τοῦ δέοντοσ) πεπραγμένα beyond what is fit, too far, Soph.