προπομπός: Difference between revisions
ἡ τῆς παιδογονίας συνουσία → sexual intercourse for the purpose of bearing children
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=propompos | |Transliteration C=propompos | ||
|Beta Code=propompo/s | |Beta Code=propompo/s | ||
|Definition=όν, <span class="sense"> | |Definition=όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[escorting]], esp. [[in procession]], λόχος <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>4.5.17</span>: c. acc., <b class="b3">χοὰς π</b>. [[carrying]] drink-offerings [[in procession]], <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span>23</span>(lyr.). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Subst., [[conductor]], [[escort]], [[protector]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Pers.</span>1036</span> (lyr.), <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>3.1.2</span>; of Hermes, <span class="bibl">Alex.89</span>; of the Furies, <span class="bibl">A.<span class="title">Eu.</span>206</span>; of priestesses of Athena, ib. <span class="bibl">1005</span>(anap.); of [[attendants]] in a funeral procession, <span class="bibl">Id.<span class="title">Th.</span>1074</span> (anap.); π. τιρώνων <span class="bibl"><span class="title">PLips.</span>35.5</span> (iv A.D., cf. <span class="title">Arch.Pap.</span>3.563).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 21:50, 30 December 2020
English (LSJ)
όν, A escorting, esp. in procession, λόχος X.Cyr.4.5.17: c. acc., χοὰς π. carrying drink-offerings in procession, A.Ch.23(lyr.). II Subst., conductor, escort, protector, Id.Pers.1036 (lyr.), X.Cyr.3.1.2; of Hermes, Alex.89; of the Furies, A.Eu.206; of priestesses of Athena, ib. 1005(anap.); of attendants in a funeral procession, Id.Th.1074 (anap.); π. τιρώνων PLips.35.5 (iv A.D., cf. Arch.Pap.3.563).
German (Pape)
[Seite 741] begleitend, Aesch. Ch. 23, u. subst., γυμνός εἰμι προπομπῶν, Pers. 993; ἡμεῖς μὲν ἴμεν καὶ συνθάψομεν αἵδε προπομποί, Spt. 1061; Xen. Cyr. 3, 1, 2.
Greek (Liddell-Scott)
προπομπός: -όν, (προπέμπω) ὁ προπέμπων, ὁ συνοδεύων, μάλιστα ἐν πομπῇ, πρ. λόχος Ξεν. Κύρ. 4. 5, 17· μετ’ αἰτιατ., χοὰς προπομπὸς (χοᾶν προπομπὸς Casaubon, Dind.), ὁ φέρων ἐν πομπῇ χοὰς (ἴδε τὴν λέξιν), Αἰσχύλ. Χο. 23. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὁ συνοδεύων τινά, φύλαξ, ὑπερασπιστής, ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 1036, Ξεν. Κύρ. 3. 1, 2· ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ, Ἄλεξ. ἐν «Θεσπρωτοῖς» 1· ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, Αἰσχύλ. Εὐμ. 206· ἐπὶ τῶν ἱερειῶν τῆς Ἀθηνᾶς, αὐτόθι 1005· ἐπὶ τῶν παρακολουθούντων κηδείαν, ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 1069.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui accompagne, qui escorte ; conducteur, protecteur ; particul. qui suit un convoi funèbre.
Étymologie: προπέμπω.
Greek Monolingual
ο / προπομπός, -όν, ΝΑ
νεοελλ.
1. συνοδός προσώπου που αποχωρεί, αυτός που ξεπροβοδίζει κάποιον
2. αυτός που έχει σταλεί πριν από άλλους ή άλλον ή από κάτι που ακολουθεί
3. στρ. το προπορευόμενο κλιμάκιο της εμπροσθοφυλακής
αρχ.
1. (ως επίθ) αυτός που συνοδεύει πομπή («συσκευάζου καὶ τὸν λόχον προπομπὸν ἄγε», Ξεν.)
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ προπομπός
(για τον Ερμή, τις Ερινύες, τις ιέρειες της Αθηνάς και για εκείνους που μετείχαν σε νεκρώσιμη πομπή) φύλακας, υπερασπιστής
3. φρ. «χοὰς προπομπός» — αυτός που μεταφέρει χοές σε πομπή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + πομπός (< πέμπω), πρβλ. παρα-πομπός.
Greek Monotonic
προπομπός: -όν (προπέμπω),
I. συνοδός, ιδίως σε πομπή, ακολουθία, σε Ξεν.· με αιτ., προπομπὸς χοάς, αυτός που μεταφέρει χοές (υγρά αφιερώματα) σε πομπή, σε Αισχύλ.
II. ως ουσ., φύλακας, συνοδός, υπερασπιστής, στον ίδ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
προπομπός:
1) сопровождающий, сопутствующий (λόχος Xen.);
2) идущий впереди: χοὰς π. Aesch. несущий впереди возлияния.
II ὁ и ἡ сопровождающий, спутник Xen.: γυμνὸς προπομπῶν Aesch. без свиты; ἡμεῖς συνθάψομεν αἱ προπομποί Aesch. мы вместе (с Антигоной) похороним (Полиника).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προπομπός -όν [προπέμπω] begeleidend (in processie); Xen. Cyr. 4.5.17; subst. m. en f. begeleider:. γυμνός εἰμι προπομπῶν ik ben verstoken van begeiders Aeschl. Pers. 1036.
Middle Liddell
προπομπός, όν προπέμπω
I. escorting, esp. in a procession, Xen.: c. acc., πρ. χοάς carrying drink-offerings in procession, Aesch.
II. as Subst. a conductor, escort, attendant, Aesch., Xen.