σκοτασμός: Difference between revisions
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=skotasmos | |Transliteration C=skotasmos | ||
|Beta Code=skotasmo/s | |Beta Code=skotasmo/s | ||
|Definition=ὁ, <span class="sense"> | |Definition=ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[a being]] or [[becoming dark]], Aq. <span class="title">Is.</span>59.9, Sm.<span class="title">Ca.</span>1.5; ὀφθαλμῶν Dsc.<span class="title">Ther.</span>7.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:25, 31 December 2020
English (LSJ)
ὁ, A a being or becoming dark, Aq. Is.59.9, Sm.Ca.1.5; ὀφθαλμῶν Dsc.Ther.7.
German (Pape)
[Seite 905] ὁ, das Finstermachen, Finsterwerden, die Verdunkelung, ὀφθαλμῶν, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
σκοτασμός: ὁ, τὸ νὰ εἶναι ἢ νὰ γίνηταί τις σκοτεινός, «σκοτείνιασμα», τῶν ὀφθαλμῶν Διοσκ. 7. 8.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ σκοτάζω
1. το να είναι ή να γίνεται κάτι σκοτεινό
2. μείωση, ελάττωση της όρασης («σκοτασμὸς ὀφθαλμῶν», Διοσκ.)
νεοελλ.-μσν.
1. ζάλη που προκαλεί η πείνα ή η σωματική εξάντληση, σκοτοδίνη («τὸν σκοτασμόν μου... τὸν ἔχω τότε, βασιλεῡ, ὅταν ψωμὶν οὐκ ἔχω», Πρόδρ.)
2. μτφ. διανοητικό ή ψυχικό σκοτάδι, έλλειψη πνευματικού φωτός (α. «και τη γαλήνη του νου έπνιξέ την ο σκοτασμός», Ζερβ.
β. «τῇ αἴγλῃ τῇ θεϊκῇ, τὸν τῆς πλάνης κατέλιπες σκοτασμόν», Μηναί.).