τριπόθητος: Difference between revisions

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tripothitos
|Transliteration C=tripothitos
|Beta Code=tripo/qhtos
|Beta Code=tripo/qhtos
|Definition=Dor. -ᾱτος (s. v. l.), ον, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[thrice]] (i. e. [[much]]) [[longed for]], ὦ τριπόθατε <span class="bibl">Bion 1.58</span>, cf. <span class="bibl">Mosch.3.51</span>; εἶαρ τ. <span class="bibl">Bion <span class="title">Fr.</span>15.15</span>; <b class="b3">τ. Ἄδωνις</b> Hymn. ap. <span class="bibl">Hippol.<span class="title">Haer.</span>5.9</span>; also in late Prose, as <span class="bibl">Luc.<span class="title">Hist.Conscr.</span> 31</span>, etc.</span>
|Definition=Dor. -ᾱτος (s. v. l.), ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[thrice]] (i. e. [[much]]) [[longed for]], ὦ τριπόθατε <span class="bibl">Bion 1.58</span>, cf. <span class="bibl">Mosch.3.51</span>; εἶαρ τ. <span class="bibl">Bion <span class="title">Fr.</span>15.15</span>; <b class="b3">τ. Ἄδωνις</b> Hymn. ap. <span class="bibl">Hippol.<span class="title">Haer.</span>5.9</span>; also in late Prose, as <span class="bibl">Luc.<span class="title">Hist.Conscr.</span> 31</span>, etc.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 13:30, 31 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐπόθητος Medium diacritics: τριπόθητος Low diacritics: τριπόθητος Capitals: ΤΡΙΠΟΘΗΤΟΣ
Transliteration A: tripóthētos Transliteration B: tripothētos Transliteration C: tripothitos Beta Code: tripo/qhtos

English (LSJ)

Dor. -ᾱτος (s. v. l.), ον, A thrice (i. e. much) longed for, ὦ τριπόθατε Bion 1.58, cf. Mosch.3.51; εἶαρ τ. Bion Fr.15.15; τ. Ἄδωνις Hymn. ap. Hippol.Haer.5.9; also in late Prose, as Luc.Hist.Conscr. 31, etc.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐπόθητος: Δωρ. -ᾱτος, ον, ὁ τρὶς (δηλ. πολὺ) ποθητός, ἐπιθυμητός, ὦ τριπόθατε Βίων 1. 58, Μόσχ. 3. 51· εἶαρ τρ. Βίων 3 (6)· 15· τρ. Ἄδωνις Ὕμν. παρ’ Ἱππολ. (Ὠριγέν.) 5. 9· ὡσαύτως παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, οἷον Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστο. Συγγρ. 31, κλπ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
trois fois désiré.
Étymologie: τρίς, ποθέω.

Greek Monolingual

-η, -ο / τριπόθητος, -ον, ΝΜΑ, και τρισπόθητος ΝΜ, και δωρ. τ. τριπόθατος, -ον, Α
πάρα πολύ ποθητός (α. «τρισπόθητη λευτεριά» β. «θνάσκεις, ὦ τριπόθατε, πόθος δέ μοι ὡς ὄναρ ἔπτα», Βίων
γ. «τὴν τριπόθητον εὐδαιμονίαν κτησάμενος», Λουκιαν.)
μσν.
1. εκείνος τον οποίο αξίζει να ποθεί κάποιος, ο αξιαγάπητος («τῆς τριποθήτου στερηθῆναι ζωῆς», Ευσ.)
2. (για νεκρό) ο πολυαγαπημένος, ο αλησμόνητος («τὸ τριπόθητον ὄνομα Παμφίλου», Ευσ.)
μσν.-αρχ.
αυτός που αναμένεται με ανυπομονησία, του οποίου τον ερχομό με χαρά αναμένει κανείς («τὸν τριπόθητον τῆς ἀναστάσεως σημαίνειν καιρόν», Κύριλλ.).
επίρρ...
τριποθήτως Μ
1. με έντονο πόθο
2. με μεγάλη προθυμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ-/τρι- + ποθητός (< ποθῶ)].

Greek Monotonic

τρῐπόθητος: Δωρ. τριπόθᾱτος, -ον, τρεις φορές (δηλ. πολύ) ποθητός, εξαιρετικά επιθυμητός, σε Βίωνα, Μόσχ.

Russian (Dvoretsky)

τρῐπόθητος: трижды вожделенный, долгожданный Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρι-πόθητος -ον driewerf gewenst, hevig gewenst.

Middle Liddell

τρῐπόθητος, δοριξ τρῐπόθᾱτος, ον,
thrice (i. e. much)longed for, Bion., Mosch.