ἀντικαθίζομαι: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=antikathizomai | |Transliteration C=antikathizomai | ||
|Beta Code=a)ntikaqi/zomai | |Beta Code=a)ntikaqi/zomai | ||
|Definition=Ion. ἀντικατ-, fut. <b class="b3">-εδοῦμαι</b>: aor. <b class="b3">-εζόμην</b>:—Med., <span class="sense"> | |Definition=Ion. ἀντικατ-, fut. <b class="b3">-εδοῦμαι</b>: aor. <b class="b3">-εζόμην</b>:—Med., <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[sit]] or [[lie over against]], of armies or fleets watching one another, <span class="bibl">Hdt. 4.3.5.1</span>, <span class="bibl">Th.1.30</span>,<span class="bibl">4.124</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Act., [[place]] or [[settle instead of]] another, <span class="bibl">LXX<span class="title">4 Ki.</span>17.26</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 19:35, 31 December 2020
English (LSJ)
Ion. ἀντικατ-, fut. -εδοῦμαι: aor. -εζόμην:—Med., A sit or lie over against, of armies or fleets watching one another, Hdt. 4.3.5.1, Th.1.30,4.124. II Act., place or settle instead of another, LXX4 Ki.17.26.
German (Pape)
[Seite 252] (s. ἵζω), sich gegenüber setzen, ἀντικατιζομένων Her. 5, 1. 4, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντικαθίζομαι: καὶ ἀντικαθέζομαι, Ἰων. ἀντικατ-: μέλλ. -εδοῦμαι: παρατ. (μ. σημ. ἀορ.) -εζόμην: - Μέσ., λαμβάνω θέσιν ἀπέναντι, ἀντιστρατοπεδεύω, ἐπὶ στρατιωτικῶν κινήσεων κατὰ γῆν ἢ κατὰ θάλασσαν, ἀντικατιζόμενοι ἐμάχοντο Ἡρόδ. 4. 3., 5. 1, ἐπέπλεόν τε οὐδέτεροι ἀλλήλοις, ἀλλὰ τὸ θέρος τοῦτο ἀντικαθεζόμενοι χειμῶνος ἤδη ἀνεχώρησαν Θουκ. 1. 30., 4. 124. ΙΙ. τὸ ἐνεργ. εὕρηται παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Βασιλ. Δ΄, ιζ΄, 26), «τὰ ἔθνη ἃ ἀπῴκισας καὶ ἀντεκάθισας ἐν πόλεσι Σαμαρείας», τὰ ἐκάθισες εἰς τὰς θέσεις ἄλλων ἐθνῶν.
French (Bailly abrégé)
s’établir ou camper en face.
Étymologie: ἀντί, καθίζομαι.
Greek Monotonic
ἀντικαθίζομαι: Ιων. ἀντι-κατ-, μέλ. -καθεδοῦμαι, αόρ. βʹ -καθεζόμην — Μέσ., κάθομαι ή στέκομαι έναντι κάποιου, λέγεται για στρατεύματα ή στόλους που παρακολουθούνται αμοιβαία, σε Ηρόδ., Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀντικαθίζομαι: ион. ἀντικατίζομαι Her., Thuc. = ἀντικάθημαι.
Middle Liddell
here you need to generate ἀντικατίζομαι
Mid. to sit or lie over against, or armies or fleets watching one another, Hdt., Thuc.