ἐκκρεμής: Difference between revisions
οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ekkremis | |Transliteration C=ekkremis | ||
|Beta Code=e)kkremh/s | |Beta Code=e)kkremh/s | ||
|Definition=ές, <span class="sense"> | |Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[suspended]], πήρα <span class="bibl">Hdn.1.9.3</span> ; <b class="b3">τὸ -ές</b> the [[lobe]] of the ear, <span class="bibl">Ruf.<span class="title">Onom.</span>43</span> : c. gen., [[hanging from]] or [[upon]], χείλεος <span class="title">AP</span>5.246 (Maced.) ; <b class="b3">ἐπί τινι</b> ib.<span class="bibl">240.8</span> (Paul. Sil.) ; ἀπὸ τοῦ ὤμου <span class="bibl">Agath.3.17</span> ; ἐπὶ γαστέρα ἐ. προβάλλειν <span class="bibl">Aret.<span class="title">CA</span>1.5</span>, cf. <span class="bibl">Porph.<span class="title">Gaur.</span>3.3</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Adv. <b class="b3">-μῶς</b>, Gramm., [[in dependent construction]], opp. [[ἀπολύτως]], <span class="bibl">Eust.1752.47</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 01:15, 1 January 2021
English (LSJ)
ές, A suspended, πήρα Hdn.1.9.3 ; τὸ -ές the lobe of the ear, Ruf.Onom.43 : c. gen., hanging from or upon, χείλεος AP5.246 (Maced.) ; ἐπί τινι ib.240.8 (Paul. Sil.) ; ἀπὸ τοῦ ὤμου Agath.3.17 ; ἐπὶ γαστέρα ἐ. προβάλλειν Aret.CA1.5, cf. Porph.Gaur.3.3. II Adv. -μῶς, Gramm., in dependent construction, opp. ἀπολύτως, Eust.1752.47.
German (Pape)
[Seite 764] ές, herabhangend, schwebend, Sp., wie Hdn. 1, 9, 7; Col. 108; ἐκκρεμέες ἐλπίδες Paul. Sil. 39 (V, 241); τινός, woran, Maced. 13 (V, 247).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκρεμής: -ές, ὁ κρεμάμενος ἔκ τινος, τινὸς Ἀνθ. Π. 5. 247· ἐπί τινι αὐτόθι 241.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
suspendu.
Étymologie: ἐκκρέμαμαι.
Spanish (DGE)
-ές
• Morfología: [ac. no contr. ἐκκρεμέα AP 5.247 (Maced.); plu. nom. ἐκκρεμέες AP 5.241 (Paul.Sil.)]
I 1colgante, que cuelgade un punto de apoyo ἐκκρεμὲς δὲ κάτωθεν ὄν (βάρος) Poliorc.269.10, ἐ. ἐφέρετο era llevado (por el toro) suspendido en el aire Hld.10.30.2, πήρα Hdn.1.9.3, μαστοί Adam.2.15, c. compl. prep. τὸ ἀπὸ τῆς ὑπερώης ἐκκρεμὲς σῶμα ref. la úvula, Aret.SA 1.8.1, καρποὶ διὰ τῶν καλουμένων μίσχων ὅθεν ὄντες ἐκκρεμεῖς Porph.Gaur.3.3, ξίφος ἐκκρεμὲς ἀπὸ τοῦ ὤμου Agath.3.17.7, ac. neutr. adv. δορὴ μετόπισθε ... ἐκκρεμὲς ᾐώρετο el pellejo flotaba colgado de su espalda Colluth.108
•subst. τὸ ἐ. lo que cuelga ref. el lóbulo de la oreja, Ruf.Onom.43
•inclinado, que cae ἐπὶ γαστέρα ἐκκρεμὲς προβάλλοντα τὸ παιδίον para provocar el vómito, Aret.CA 1.5.3, χόνῳ ἐκκρεμὲς ἦλθε κατ' ὀφθαλμῶν ... ἐπισκύνιον sus párpados caían ya sobre sus ojos por causa de la edad, AP 6.64 (Paul.Sil.).
2 fig. pendiente de, prendido de c. gen. με ... χείλεος ἐκκρεμέα AP 5.247 (Maced.), c. ἐπί y dat. (λάλημα) ᾧ ἔπι πᾶσαι εἰσὶν ... ἐλπίδες ἐκκρεμέες AP 5.241 (Paul.Sil.)
•gram. que depende, dependiente λόγος Eust.1133.29, σύνταξις Eust.66.27.
II adv. -ῶς gram. en construcción dependiente op. ἀπολύτως Eust.1752.47.
Greek Monolingual
-ές (AM ἐκκρεμής, -ές)
1. μετέωρος
2. αβέβαιος («εκκρεμής λογαριασμός»)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το εκκρεμές
α) σώμα στερεωμένο από σταθερό σημείο το οποίο ταλαντεύεται υπό την επίδραση του βάρους του
β) ρολόι που η ισόχρονη κίνησή του ρυθμίζεται με εκκρεμές
αρχ.
1. αυτός που κρέμεται, που εξαρτάται από κάπου
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐκκρεμές
ο λοβός του αφτιού.
Greek Monotonic
ἐκκρεμής: -ές, αυτός που κρεμιέται από ή πάνω σε κάποιον, κρεμαστός, εξαρτώμενος, τινος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκκρεμής: досл. привешенный, перен. прикованный, т. е. зачарованный (ἐπὶ τῷ Σειρήνων λαλήματι и ῥοδέου χείλεος Anth.).
Middle Liddell
ἐκκρεμής, ές [from ἐκκρεμάννῡμι]
hanging from or upon, τινος Anth.