ἐξώστης: Difference between revisions

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
m (Text replacement - "<span class="bibl">11</span>" to "''ΙΙ''")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eksostis
|Transliteration C=eksostis
|Beta Code=e)cw/sths
|Beta Code=e)cw/sths
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[one who drives out]], Ἄρης <span class="bibl">E.<span class="title">Rh.</span>322</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b3">ἐ. ἄνεμοι</b> violent winds [[which drive ships ashore]] (cf. ἐξωθέω ''ΙΙ''), <span class="bibl">Hdt.2.113</span>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">VM</span>9</span>, <span class="bibl">Aeschin.<span class="title">Ep.</span>1.3</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> <b class="b3">ὁ ἐ</b>. (sc. [[σφυγμός]]), term coined by Archig. ap. Gal.8.662. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">4</span> = [[ἐξώστρα]] 111, <span class="title">Cod.Just.</span>8.10.12.5b (pl.), <span class="title">Gloss.</span></span>
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[one who drives out]], Ἄρης <span class="bibl">E.<span class="title">Rh.</span>322</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> <b class="b3">ἐ. ἄνεμοι</b> violent winds [[which drive ships ashore]] (cf. ἐξωθέω ''ΙΙ''), <span class="bibl">Hdt.2.113</span>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">VM</span>9</span>, <span class="bibl">Aeschin.<span class="title">Ep.</span>1.3</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> <b class="b3">ὁ ἐ</b>. (sc. [[σφυγμός]]), term coined by Archig. ap. Gal.8.662. </span><span class="sense"><span class="bld">4</span> = [[ἐξώστρα]] 111, <span class="title">Cod.Just.</span>8.10.12.5b (pl.), <span class="title">Gloss.</span></span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 08:45, 1 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξώστης Medium diacritics: ἐξώστης Low diacritics: εξώστης Capitals: ΕΞΩΣΤΗΣ
Transliteration A: exṓstēs Transliteration B: exōstēs Transliteration C: eksostis Beta Code: e)cw/sths

English (LSJ)

ου, ὁ, A one who drives out, Ἄρης E.Rh.322. 2 ἐ. ἄνεμοι violent winds which drive ships ashore (cf. ἐξωθέω ΙΙ), Hdt.2.113, Hp.VM9, Aeschin.Ep.1.3. 3 ὁ ἐ. (sc. σφυγμός), term coined by Archig. ap. Gal.8.662. 4 = ἐξώστρα 111, Cod.Just.8.10.12.5b (pl.), Gloss.

German (Pape)

[Seite 891] ὁ, der Herausstoßende, ἄνεμοι, die von dem rechten Wege abtreiben, Her. 2, 113 u. Sp.; Ἄρης Eur. Rhes. 322.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξώστης: -ου, ὁ, ἐπὶ ἀνέμων, σφοδρός, ὁρμητικός, ὁ ἐξωθῶν τοῦ εὐθέος δρόμου ἐν θαλάσσῃ καὶ παραφέρων τοὺς πλέοντας, ὡς ἐγένοντο ἐν τῷ Αἰγαίῳ ἐξῶσται ἄνεμοι ἐκβάλλουσι ἐς τὸ Αἰγύπτιον πέλαγος Ἡρόδ. 2. 113, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 11· ζάλη δὲ καὶ ἄνεμος ἐξώστης ἐμπεσὼν ἐπήνεγκεν ἡμᾶς ὑπὲρ Κρήτην Αἰσχίν. Ἐπιστ. 659 ἐν τέλει. 2) μεταφ., ὁ ἐκδιώκων, ὁ καταστρέφων, ἡνίκ’ ἐξώστης Ἄρης ἔθραυε λαίφη τῆσδε γῆς μέγας πνέων Εὐρ. Ρῆσ. 322. 3) ἐξώστης, «μπαλκόνι», ὡς καὶ νῦν, Ἁρμενόπ. 2. 32., ἐλέγετο καὶ ἡλιακός, αὐτόθι 52.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui repousse : ἐξώστης ἄνεμος HDT vent contraire et violent.
Étymologie: ἐξωθέω.

Greek Monolingual

ο (AM ἐξώστης) εξωθώ
περιφραγμένη προεξοχή ορόφου η οποία συγκοινωνεί με το εσωτερικό οικοδόμημα με πόρτες
νεοελλ.
1. τμήμα του εσωτερικού αίθουσας θεάτρου σε ψηλότερο επίπεδο από την πλατεία
2. βαθμίδα στα πλευρά μόνιμων δεξαμενών με κλίση προς τα έξω
αρχ.
Ι. ως επίθ.
1. αυτός που διώχνει ή καταστρέφει («ἐξώστης Ἄρης ἔθραυε λαίφη τῆσδε γῆς», Ευρ.)
2. (για άνεμο) ορμητικός, αυτός που σπρώχνει τα πλοία στην ξηρά
ΙΙ. ως ουσ. είδος σφυγμού.

Greek Monotonic

ἐξώστης: -ου, ὁ (ἐξωθέω), αυτός που σπρώχνει προς τα έξω, σε Ευρ.· ἐξ. ἄνεμοι, σφοδροί, ορμητικοί άνεμοι που σπρώχνουν τα πλοία στην ξηρά, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξώστης: ου adj. извергающий, прогоняющий, т. е. бушующий, бурный (ἄνεμος Her.; Ἄρης Eur.).

Middle Liddell

ἐξώστης, ου, ἐξωθέω
one who drives out, Eur.:— ἐξ. ἄνεμοι violent winds which drive ships ashore, Hdt.