ἐπικερδής: Difference between revisions
From LSJ
Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίων † τὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epikerdis | |Transliteration C=epikerdis | ||
|Beta Code=e)pikerdh/s | |Beta Code=e)pikerdh/s | ||
|Definition=ές, <span class="sense"> | |Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[profitable]], [[advantageous]], <span class="title">TAM</span>2(1).245 (Lycia), <span class="bibl">Aesop.137</span>, <span class="bibl">Vett.Val.189.30</span>, al., <span class="bibl">Heph.Astr.2.30</span>, <span class="bibl">App.<span class="title">BC</span>1.57</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:25, 1 January 2021
English (LSJ)
ές, A profitable, advantageous, TAM2(1).245 (Lycia), Aesop.137, Vett.Val.189.30, al., Heph.Astr.2.30, App.BC1.57.
German (Pape)
[Seite 948] ές, Gewinn bringend, Sp.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
lucratif.
Étymologie: ἐπί, κέρδος.
Greek Monolingual
-ές (Α ἐπικερδής)
αυτός που αποφέρει κέρδη, κερδοφόρος, προσοδοφόρος, επωφελής («επικερδής εργασία, επιχείρηση, επικερδές επάγγελμα, εμπόριο» κ.λπ.)
αρχ.
(για τον κερδώο Ερμή) προστάτης του εμπορίου, του κέρδους («ἐπειδὴ καὶ ἄγγελός ἐστι καὶ ὲπικερδής», Αίσωπ.).
επίρρ...
επικερδώς
με τρόπο επικερδή, επωφελώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -κερδής (< κέρδος)].
Russian (Dvoretsky)
ἐπικερδής: прибыльный, выгодный (ναυτιλία Luc.).