μεγαλοφυής: Difference between revisions
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=megalofyis | |Transliteration C=megalofyis | ||
|Beta Code=megalofuh/s | |Beta Code=megalofuh/s | ||
|Definition=ές, (φυή) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of noble nature]], ἄνδρα | |Definition=ές, ([[φυή]]) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of]] [[noble]] [[nature]], ἄνδρα μεγαλοφυέστερον ἢ κατ' ἄνθρωπον <span class="bibl">Plb.12.23.5</span>, cf. <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>54</span> (Comp.); οἱ μ. τῶν ἀνθρώπων <span class="bibl">S.E.<span class="title">P.</span>1.12</span>, cf. <span class="bibl">Arr. <span class="title">Epict.</span>3.23.15</span>; μ. ἤθη καὶ πάθη <span class="bibl">D.H.<span class="title">Vett.Cens.</span>2.11</span>; <b class="b3">ἡ μεγαλοφυὴς αὐθεντία σου</b>, as a title, <span class="bibl">Just.<span class="title">Nov.</span>126.3</span> <span class="title">Ep.</span> Adv. [[μεγαλοφυῶς]] <span class="bibl">Arr.<span class="title">Epict.</span>2.17.19</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[endow]]ed with [[genius]], Phld.<span class="title">Rh.</span>1.28 S., <span class="bibl">D.L.1.38</span>; τὸ [[μεγαλοφυές]] = [[lofty]] [[genius]], Longin.9.1; τὸ [[μεγαλοφυέστατον]] Id.34.4. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> [[large]], [[ἀμφίβιος|ἀμφίβια]] (in the [[Nile]]), <span class="bibl">Str.15.1.22</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Adv. [[μεγαλοφυῶς]] in bad sense, [[with]] [[exaggeration]], <span class="bibl">Cleom.2.1</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 14:56, 10 February 2021
English (LSJ)
ές, (φυή) A of noble nature, ἄνδρα μεγαλοφυέστερον ἢ κατ' ἄνθρωπον Plb.12.23.5, cf. Dam.Pr.54 (Comp.); οἱ μ. τῶν ἀνθρώπων S.E.P.1.12, cf. Arr. Epict.3.23.15; μ. ἤθη καὶ πάθη D.H.Vett.Cens.2.11; ἡ μεγαλοφυὴς αὐθεντία σου, as a title, Just.Nov.126.3 Ep. Adv. μεγαλοφυῶς Arr.Epict.2.17.19. 2 endowed with genius, Phld.Rh.1.28 S., D.L.1.38; τὸ μεγαλοφυές = lofty genius, Longin.9.1; τὸ μεγαλοφυέστατον Id.34.4. 3 large, ἀμφίβια (in the Nile), Str.15.1.22. II Adv. μεγαλοφυῶς in bad sense, with exaggeration, Cleom.2.1.
German (Pape)
[Seite 108] ές, großer, edler Natur, von großen natürlichen Anlagen, S. Emp. pyrrh. 1, 12; μεγαλοφυέστερος ἢ κατ' ἄνθρωπον Pol. 12, 23, 5.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλοφυής: -ές, (φυὴ) εὐγενὴς τὴν φύσιν, Πολύβ. 12. 23, 5, Διον. Ἁλ. τῶν Ἀρχ. κρίσις 11· πεπροικισμένος μὲ ἔξοχον εὐφυΐαν, ἐπὶ ζωγράφου, Διογ. Λ, 1. 28· τὸ μ., ἡ μεγάλη εὐφυΐα, Λογγῖν. 9. 1. Ἐπίρρ. μεγαλοφυῶς Κλήμ. Ἀλ. 582, κλ.
Greek Monolingual
-ές (ΑM μεγαλοφυής, -ές)
1. αυτός που είναι προικισμένος από τη φύση με εξαιρετικές διανοητικές ικανότητες και του οποίου τα δημιουργικά επιτεύγματα διακρίνονται για την πρωτοτυπία και τη διαχρονική και υψηλής στάθμης αξία τους (α. «μεγαλοφυής καλλιτέχνης» β. «μεγαλοφυής εφευρέτης»)
2. (για ανθρώπινα έργα) αυτός που έχει γίνει από μεγαλοφυή άνθρωπο ή αυτός που ταιριάζει σε μεγαλοφυή άνθρωπο (α. «μεγαλοφυές δημιούργημα» β. «μεγαλοφυά ήθη καί πάθη», Διον. Αλικ.)
μσν.-αρχ.
λεγόταν ως τιμητική προσφώνηση («ἡ μεγαλοφυὴς αὐθεντία σου», Ιουστιν.)
αρχ.
1. αυτός που έχει μεγάλο ανάστημα, μεγαλόσωμος, σωματώδης
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μεγαλοφυές
μεγάλη, έξοχη ευφυΐα, εξαιρετικό πνεύμα.
επίρρ...
μεγαλοφυώς (Α μεγαλοφυῶς)
με τρόπο μεγαλοφυή
αρχ.
(με κακή σημ.) με υπερβολικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -φυής (< φύω, φύομαι), πρβλ. αυτο-φυής, ευ-φυής].
Russian (Dvoretsky)
μεγᾰλοφυής:
1) благородный, возвышенный Polyb., Sext.;
2) высокоодаренный Diog. L.