σωματοποιώ: Difference between revisions
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
(40) |
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-έω, ΜΑ<br /><b>1.</b> [[προσδίδω]] σωματική [[υπόσταση]], υλική ύπαρξη σε [[κάτι]] (α. «ἀπὸ τῶν θείων σωμάτων ἔρχονται εἰς τὰ θνητὰ αὗται αἱ σωματοποιοῡσαι ἐνέργειαι», Ερμ. Τρισμ.<br />β. «συνέστηκεν... πρὸ τῶν δερματίνων σεσωματοποιῆσθαι χιτώνων τὸν ἄνθρωπον», Μεθόδ.)<br /><b>2.</b> [[παριστάνω]], [[απεικονίζω]] με σωματική [[μορφή]] (α. «μὴ γὰρ [[εἶναι]] θεμιτὸν... ἀσωμάτους ὄντας ἀγγέλους σωματοποιεῑν», Ιω. Διάκ.<br />β. «οἱ ζωγράφοι σωματοποιοῡσι τὸν ἔρωτα κατηφῆ», <b>Αλέξ. Αφρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[προσωποποιώ]] αφηρημένες έννοιες, [[χρησιμοποιώ]] το [[σχήμα]] της προσωποποίησης (α. «σωματοποιεῑ ὁ [[λόγος]] τὴν ἐκκλησίαν ἐκ τὸ τῆς νύμφης [[εἶδος]]», Γρηγ. Νύσσ.<br />β. «[[ὅταν]] αὐτοὶ σωματοποιῶμεν τὸν θεὸν καὶ γονὰς θεῶν ἢ δαιμόνων», Μέν.)<br /><b>4.</b> [[συγκεντρώνω]] σε ένα [[σημείο]], [[συμπυκνώνω]] («εἰ συγκλώσαιμεν εἰς ἓv σωματοποιοῡντες τὰ ἐν | |mltxt=-έω, ΜΑ<br /><b>1.</b> [[προσδίδω]] σωματική [[υπόσταση]], υλική ύπαρξη σε [[κάτι]] (α. «ἀπὸ τῶν θείων σωμάτων ἔρχονται εἰς τὰ θνητὰ αὗται αἱ σωματοποιοῡσαι ἐνέργειαι», Ερμ. Τρισμ.<br />β. «συνέστηκεν... πρὸ τῶν δερματίνων σεσωματοποιῆσθαι χιτώνων τὸν ἄνθρωπον», Μεθόδ.)<br /><b>2.</b> [[παριστάνω]], [[απεικονίζω]] με σωματική [[μορφή]] (α. «μὴ γὰρ [[εἶναι]] θεμιτὸν... ἀσωμάτους ὄντας ἀγγέλους σωματοποιεῑν», Ιω. Διάκ.<br />β. «οἱ ζωγράφοι σωματοποιοῡσι τὸν ἔρωτα κατηφῆ», <b>Αλέξ. Αφρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[προσωποποιώ]] αφηρημένες έννοιες, [[χρησιμοποιώ]] το [[σχήμα]] της προσωποποίησης (α. «σωματοποιεῑ ὁ [[λόγος]] τὴν ἐκκλησίαν ἐκ τὸ τῆς νύμφης [[εἶδος]]», Γρηγ. Νύσσ.<br />β. «[[ὅταν]] αὐτοὶ σωματοποιῶμεν τὸν θεὸν καὶ γονὰς θεῶν ἢ δαιμόνων», Μέν.)<br /><b>4.</b> [[συγκεντρώνω]] σε ένα [[σημείο]], [[συμπυκνώνω]] («εἰ συγκλώσαιμεν εἰς ἓv σωματοποιοῡντες τὰ ἐν τοῖς εὐαγγελίοις γεγραμμένα», Ωριγ.)<br /><b>5.</b> [[συνθέτω]] σε ενιαίο [[σύνολο]] (α. «κεχωρισμένα σωματοποιεῑν καὶ είς ἓv συνάγειν», Αρτεμ.<br />β. «πρότερον μὲν ὑποσημειώσασθαι τὰ κεφάλαια... [[εἶτα]] [[μετὰ]] τοῡτο σωματοποιῆσαι τὸν λόγον», Ωριγ.)<br /><b>6.</b> [[υλοποιώ]] («[[πίστις]] βρώματι ἐπεικάζεται, ἐν αὐτῇ σωματοποιουμένη τῇ ψυχῇ», Κλήμ. Αλ.)<br /><b>7.</b> (για τον Χριστό) [[ενσαρκώνω]] («σωματοποιεῑ ἑαυτὸν εἰς βρῶσιν καὶ πόσιν ὁ Κύριος», Μακάρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δυναμώνω]] σωματικά, [[αναζωογονώ]] («ἐσωματοποίησε μὲν τοὺς ἵππους», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ενδυναμώνω]], [[αναζωογονώ]] («τὰς τῶν ἰδίων δυνάμεων ψυχὰς... κατὰ βραχὺ σωματοποιεῑν καὶ προσαναλαμβάνειν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> [[εξυψώνω]], [[μεγαλύνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῶμα]], <i>σώματος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ποιῶ</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:10, 25 March 2021
Greek Monolingual
-έω, ΜΑ
1. προσδίδω σωματική υπόσταση, υλική ύπαρξη σε κάτι (α. «ἀπὸ τῶν θείων σωμάτων ἔρχονται εἰς τὰ θνητὰ αὗται αἱ σωματοποιοῡσαι ἐνέργειαι», Ερμ. Τρισμ.
β. «συνέστηκεν... πρὸ τῶν δερματίνων σεσωματοποιῆσθαι χιτώνων τὸν ἄνθρωπον», Μεθόδ.)
2. παριστάνω, απεικονίζω με σωματική μορφή (α. «μὴ γὰρ εἶναι θεμιτὸν... ἀσωμάτους ὄντας ἀγγέλους σωματοποιεῑν», Ιω. Διάκ.
β. «οἱ ζωγράφοι σωματοποιοῡσι τὸν ἔρωτα κατηφῆ», Αλέξ. Αφρ.)
3. προσωποποιώ αφηρημένες έννοιες, χρησιμοποιώ το σχήμα της προσωποποίησης (α. «σωματοποιεῑ ὁ λόγος τὴν ἐκκλησίαν ἐκ τὸ τῆς νύμφης εἶδος», Γρηγ. Νύσσ.
β. «ὅταν αὐτοὶ σωματοποιῶμεν τὸν θεὸν καὶ γονὰς θεῶν ἢ δαιμόνων», Μέν.)
4. συγκεντρώνω σε ένα σημείο, συμπυκνώνω («εἰ συγκλώσαιμεν εἰς ἓv σωματοποιοῡντες τὰ ἐν τοῖς εὐαγγελίοις γεγραμμένα», Ωριγ.)
5. συνθέτω σε ενιαίο σύνολο (α. «κεχωρισμένα σωματοποιεῑν καὶ είς ἓv συνάγειν», Αρτεμ.
β. «πρότερον μὲν ὑποσημειώσασθαι τὰ κεφάλαια... εἶτα μετὰ τοῡτο σωματοποιῆσαι τὸν λόγον», Ωριγ.)
6. υλοποιώ («πίστις βρώματι ἐπεικάζεται, ἐν αὐτῇ σωματοποιουμένη τῇ ψυχῇ», Κλήμ. Αλ.)
7. (για τον Χριστό) ενσαρκώνω («σωματοποιεῑ ἑαυτὸν εἰς βρῶσιν καὶ πόσιν ὁ Κύριος», Μακάρ.)
αρχ.
1. δυναμώνω σωματικά, αναζωογονώ («ἐσωματοποίησε μὲν τοὺς ἵππους», Πολ.)
2. μτφ. ενδυναμώνω, αναζωογονώ («τὰς τῶν ἰδίων δυνάμεων ψυχὰς... κατὰ βραχὺ σωματοποιεῑν καὶ προσαναλαμβάνειν», Πολ.)
3. εξυψώνω, μεγαλύνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + -ποιῶ].