χειρισμός: Difference between revisions

From LSJ

Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt

Menander, Monostichoi, 74
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ [[χειρίζω]] / -<i>ομαι</i>]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] που γίνεται με τα χέρια<br /><b>2.</b> ο [[τρόπος]] με τον οποίο χειρίζεται [[κανείς]] [[κάτι]], ο [[τρόπος]] χρήσης ή διαχείρισης και διεύθυνσης (α. «[[χειρισμός]] της μηχανής» β. «οι χειρισμοί του υπουργού» γ. «ἀγαγεῑν τοῑς ἐντυγχάνουσι τὸν χειρισμὸν τῆς τύχης», <b>Πολ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χειρουργική]] [[επέμβαση]], [[εγχείρηση]]<br /><b>2.</b> [[διαχείριση]] τών οικονομικών υποθέσεων<br /><b>3.</b> [[κατάλογος]] περιουσιακών στοιχείων<br /><b>4.</b> [[σώμα]], [[ομάδα]]<br /><b>5.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ χειρισμοί</i><br />οι θέσεις ανώτερων διοικητικών αξιωματούχων.
|mltxt=ο, ΝΑ [[χειρίζω]] / -<i>ομαι</i>]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] που γίνεται με τα χέρια<br /><b>2.</b> ο [[τρόπος]] με τον οποίο χειρίζεται [[κανείς]] [[κάτι]], ο [[τρόπος]] χρήσης ή διαχείρισης και διεύθυνσης (α. «[[χειρισμός]] της μηχανής» β. «οι χειρισμοί του υπουργού» γ. «ἀγαγεῑν τοῖς ἐντυγχάνουσι τὸν χειρισμὸν τῆς τύχης», <b>Πολ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χειρουργική]] [[επέμβαση]], [[εγχείρηση]]<br /><b>2.</b> [[διαχείριση]] τών οικονομικών υποθέσεων<br /><b>3.</b> [[κατάλογος]] περιουσιακών στοιχείων<br /><b>4.</b> [[σώμα]], [[ομάδα]]<br /><b>5.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ χειρισμοί</i><br />οι θέσεις ανώτερων διοικητικών αξιωματούχων.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''χειρισμός:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> руководство, управление: ὁ χ. τῆς τύχης Polyb. стечение обстоятельств (досл. руководство судьбы); ὁ τῶν πραγμάτων χ. Polyb. управление государством;<br /><b class="num">2)</b> совершение, осуществление: ὁ χ. τῆς [[χάριτος]] Polyb. оказывание услуги;<br /><b class="num">3)</b> составление, изложение: [[τούτῳ]] χρήσασθαι τῷ χειρισμῷ περί τινος Polyb. изложить что-л. следующим образом.
|elrutext='''χειρισμός:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> руководство, управление: ὁ χ. τῆς τύχης Polyb. стечение обстоятельств (досл. руководство судьбы); ὁ τῶν πραγμάτων χ. Polyb. управление государством;<br /><b class="num">2)</b> совершение, осуществление: ὁ χ. τῆς [[χάριτος]] Polyb. оказывание услуги;<br /><b class="num">3)</b> составление, изложение: [[τούτῳ]] χρήσασθαι τῷ χειρισμῷ περί τινος Polyb. изложить что-л. следующим образом.
}}
}}

Revision as of 18:17, 25 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειρισμός Medium diacritics: χειρισμός Low diacritics: χειρισμός Capitals: ΧΕΙΡΙΣΜΟΣ
Transliteration A: cheirismós Transliteration B: cheirismos Transliteration C: cheirismos Beta Code: xeirismo/s

English (LSJ)

ὁ, A handling, manipulation, treatment, esp. in surgery, Hp.Off.3, Paul.Aeg.6.122. 2 management, handling, τῆς τύχης by fortune, Plb.1.4.1; τῶν πραγμάτων of business, 5.26.4; ὁ κατὰ μέρος χ. 2.35.3; ὁ χ. τῆς χάριτος exercise, 31.28.11; τῶν δογμάτων execution, 6.12.3: abs., 1.28.4; of literary or rhetorical treatment, D.S.5.1, Phld.Rh.1.371S. 3 esp. of financial administration, Schwyzer631.11 (Milet., ii B.C.), Rev.Arch.1925(22).62 (Callatis), POxy.2125.3 (iii A.D.); department, PTeb.758.14 (ii B.C.), Wilcken Chr.432.13 (ii A.D.), 170.27 (iii A.D.). 4 pl., administrative posts, Vett.Val.39.12. 5 inventory, register of property, Wilcken Chr.71.11 (pl.), 91.14 (both ii A.D.). b guild, corporation, τῶν κυβερνητῶν PGiss.11.11 (ii A.D.), cf. PPetr.3p.206, al. (iii B.C., abbrev.).

German (Pape)

[Seite 1345] ὁ, Behandlung mit der Hand, Handhabung, Verwaltung; τῆς διακονίας Ath. X, 439 c; τῶν πραγμάτων Pol. 5, 26, 4 u. öfter; καὶ ἡ οἰκονομία 5, 31, 7; auch von der Behandlung des Stoffs, 15, 34, 3 u. sonst. – Wundärztliche Operation, Hippocr. u. sp. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

χειρισμός: ὁ, μεταχείρισις, ἡ διὰ χειρῶν ἐνέργεια, μάλιστα ἐν τῇ χειρουργικῇ, «ἐγχείρησις», Ἱππ. περὶ Ἰητρ. 740· πρβλ. χείριξις Ι. 2) διαχείρισις, διοίκησις, κυβέρνησις, Λατ. administratio, τῆς τύχης, ὑπὸ τῆς τύχης, Πολύβ. 1. 4, 1· τῶν πραγμάτων, διαχείρισις, διοίκησις αὐτῶν, 5. 26, 4· ὁ κατὰ μέρος χ., ἐξάσκησις, 32. 14, 11· τῶν δογμάτων, ἐκτέλεσις, ἐκπλήρωσις, 5. 12, 3· κλπ.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ χειρίζω / -ομαι]
1. η ενέργεια που γίνεται με τα χέρια
2. ο τρόπος με τον οποίο χειρίζεται κανείς κάτι, ο τρόπος χρήσης ή διαχείρισης και διεύθυνσης (α. «χειρισμός της μηχανής» β. «οι χειρισμοί του υπουργού» γ. «ἀγαγεῑν τοῖς ἐντυγχάνουσι τὸν χειρισμὸν τῆς τύχης», Πολ.)
αρχ.
1. χειρουργική επέμβαση, εγχείρηση
2. διαχείριση τών οικονομικών υποθέσεων
3. κατάλογος περιουσιακών στοιχείων
4. σώμα, ομάδα
5. στον πληθ. οἱ χειρισμοί
οι θέσεις ανώτερων διοικητικών αξιωματούχων.

Russian (Dvoretsky)

χειρισμός:
1) руководство, управление: ὁ χ. τῆς τύχης Polyb. стечение обстоятельств (досл. руководство судьбы); ὁ τῶν πραγμάτων χ. Polyb. управление государством;
2) совершение, осуществление: ὁ χ. τῆς χάριτος Polyb. оказывание услуги;
3) составление, изложение: τούτῳ χρήσασθαι τῷ χειρισμῷ περί τινος Polyb. изложить что-л. следующим образом.