προσεκτικός: Difference between revisions

From LSJ

τὴν ἐρημίαν τῶν κωλυσόντων ὁρῶνseeing that there would be none to hinder him

Source
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[προσεκτικός]], -ή, -όν, ΝΑ, και [[προσεχτικός]], -ή, -ό, Ν [[προσέχω]]<br />αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] ή την [[ικανότητα]] να προσέχει (α. «[[προσεκτικός]] [[μαθητής]]» β. «χρωμένων τῶν ῥητόρων... τοῖς προοιμίοις, [[ὑπὲρ]] τοῦ προσεκτικώτερον ἢ εὐνούστερον ποιεῑν τὸν ἀκροατήν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται με [[προσοχή]], [[εμπεριστατωμένος]], [[ακριβής]] (α. «προσεκτική και επιμελημένη [[εργασία]]» β. «προσεκτικά πορίσματα»)<br /><b>2.</b> [[συνετός]], [[φρόνιμος]] (α. «η [[στάση]] του ήταν πολύ προσεκτική» β. «να είσαι [[προσεκτικός]] στο [[ξένο]] [[σπίτι]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για λόγο) αυτός που έχει την [[ικανότητα]] να συγκρατεί την [[προσοχή]] του ακροατή<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «προσεκτικώτεροι<br />νηφαλιώτεροι». <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>προσεκτικώς</i> / <i>προσεκτικῶς</i> ΝΑ, και <i>προσεκτικά</i> και <i>προσεχτικά</i> Ν<br />[[κατά]] τρόπο προσεκτικό, με [[προσοχή]], με [[σύνεση]].
|mltxt=-ή, -ό / [[προσεκτικός]], -ή, -όν, ΝΑ, και [[προσεχτικός]], -ή, -ό, Ν [[προσέχω]]<br />αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] ή την [[ικανότητα]] να προσέχει (α. «[[προσεκτικός]] [[μαθητής]]» β. «χρωμένων τῶν ῥητόρων... τοῖς προοιμίοις, [[ὑπὲρ]] τοῦ προσεκτικώτερον ἢ εὐνούστερον ποιεῖν τὸν ἀκροατήν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται με [[προσοχή]], [[εμπεριστατωμένος]], [[ακριβής]] (α. «προσεκτική και επιμελημένη [[εργασία]]» β. «προσεκτικά πορίσματα»)<br /><b>2.</b> [[συνετός]], [[φρόνιμος]] (α. «η [[στάση]] του ήταν πολύ προσεκτική» β. «να είσαι [[προσεκτικός]] στο [[ξένο]] [[σπίτι]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για λόγο) αυτός που έχει την [[ικανότητα]] να συγκρατεί την [[προσοχή]] του ακροατή<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «προσεκτικώτεροι<br />νηφαλιώτεροι». <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>προσεκτικώς</i> / <i>προσεκτικῶς</i> ΝΑ, και <i>προσεκτικά</i> και <i>προσεχτικά</i> Ν<br />[[κατά]] τρόπο προσεκτικό, με [[προσοχή]], με [[σύνεση]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 20:21, 26 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσεκτικός Medium diacritics: προσεκτικός Low diacritics: προσεκτικός Capitals: ΠΡΟΣΕΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: prosektikós Transliteration B: prosektikos Transliteration C: prosektikos Beta Code: prosektiko/s

English (LSJ)

ή, όν, (προσέχω) A attentive, X.Mem.3.5.5 (Comp.); ἀκροατής Arist.Rh.1415a36, Ps.-Plu.Vit.Hom.163 (Comp.). Adv. προσεκτικῶς = assiduously, attentively, Phld.Rh.1.250S., Gal.4.445: Comp. προσεκτικώτερον = more cautiously, Sor.1.55. II capable of holding the attention of a listener, λόγος Hermog.Inv.3.2.

German (Pape)

[Seite 758] ή, όν, 1) aufmerksam, Xen. Mem. 3, 5, 5, wo προσεκτικώτερος neben εὐπειθέστερος. – 2) akt., aufmerksam machend, Arist. rhet. 3, 14.

Greek (Liddell-Scott)

προσεκτικός: -ή, -όν, (προσέχω) ὡς καὶ νῦν, ὁ προσέχων, Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 5, Ἀριστ. Ρητ. 3. 14, 7. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προσεκτικώτεροι· νηφαλιώτεροι».

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
attentif : τινι à qch;
Cp. προσεκτικώτερος.
Étymologie: προσέχω.

Greek Monolingual

-ή, -ό / προσεκτικός, -ή, -όν, ΝΑ, και προσεχτικός, -ή, -ό, Ν προσέχω
αυτός που έχει την ιδιότητα ή την ικανότητα να προσέχει (α. «προσεκτικός μαθητής» β. «χρωμένων τῶν ῥητόρων... τοῖς προοιμίοις, ὑπὲρ τοῦ προσεκτικώτερον ἢ εὐνούστερον ποιεῖν τὸν ἀκροατήν», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. αυτός που γίνεται με προσοχή, εμπεριστατωμένος, ακριβής (α. «προσεκτική και επιμελημένη εργασία» β. «προσεκτικά πορίσματα»)
2. συνετός, φρόνιμος (α. «η στάση του ήταν πολύ προσεκτική» β. «να είσαι προσεκτικός στο ξένο σπίτι»)
αρχ.
1. (για λόγο) αυτός που έχει την ικανότητα να συγκρατεί την προσοχή του ακροατή
2. (κατά τον Ησύχ.) «προσεκτικώτεροι
νηφαλιώτεροι».
επίρρ...
προσεκτικώς / προσεκτικῶς ΝΑ, και προσεκτικά και προσεχτικά Ν
κατά τρόπο προσεκτικό, με προσοχή, με σύνεση.

Greek Monotonic

προσεκτικός: -ή, -όν (προσέχω), προσεκτικός, επιμελής, σε Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσεκτικός -ή -όν [προσέχω] oplettend, aandachtig.

Russian (Dvoretsky)

προσεκτικός: внимательный (προσεκτικὸν ποιεῖν τινα Xen., Arst.; π. τινι Arst.).

Middle Liddell

προσεκτικός, ή, όν προσέχω
attentive, Xen.