ἐπιτραπέζιος: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt

Menander, Monostichoi, 555
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (AM [[ἐπιτραπέζιος]], -ον)<br />αυτός που ανήκει στο [[τραπέζι]] ή τοποθετείται [[πάνω]] στο [[τραπέζι]] (α. «επιτραπέζια σκεύη, παιχνίδια» β. «[[ἐπιτραπέζιος]] [[λέξις]] τὸ παραθεῑναι», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ἐπιτραπέζιος]]<br />ο [[τραπεζοκόμος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐπιτραπέζιον</i><br />[[χειρόμακτρον]], [[μαντήλι]] ή [[πετσέτα]]<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] ενός μικρού ανδριάντα του Ηρακλή που είχε κατασκευάσει ο Λύσιππος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[τράπεζα]].
|mltxt=-α, -ο (AM [[ἐπιτραπέζιος]], -ον)<br />αυτός που ανήκει στο [[τραπέζι]] ή τοποθετείται [[πάνω]] στο [[τραπέζι]] (α. «επιτραπέζια σκεύη, παιχνίδια» β. «[[ἐπιτραπέζιος]] [[λέξις]] τὸ παραθεῖναι», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ἐπιτραπέζιος]]<br />ο [[τραπεζοκόμος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐπιτραπέζιον</i><br />[[χειρόμακτρον]], [[μαντήλι]] ή [[πετσέτα]]<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] ενός μικρού ανδριάντα του Ηρακλή που είχε κατασκευάσει ο Λύσιππος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[τράπεζα]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 08:45, 27 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτρᾰπέζιος Medium diacritics: ἐπιτραπέζιος Low diacritics: επιτραπέζιος Capitals: ΕΠΙΤΡΑΠΕΖΙΟΣ
Transliteration A: epitrapézios Transliteration B: epitrapezios Transliteration C: epitrapezios Beta Code: e)pitrape/zios

English (LSJ)

ον, on table or at table, ὕδωρ Luc. Herm. 68 ; λέξις Eust. 1561.58 ; seated on a table, Ἡρακλῆς, of a statuette, Stat. Silv. 4.6 tit. = ἐπιτραπεζίδιος, Hsch. s.v. τραπεζῆες.

German (Pape)

[Seite 995] auf dem Tische, zum Tische gehörig, Theophr.; ὕδωρ, Luc. Hermot. 68 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτραπέζιος: -ον, (τράπεζα) ὁ ἐπὶ τῆς τραπέζης, μᾶλλον δὲ τῷ ἐπιτραπεζίῳ ὕδατι ἐοικὼς ἔσῃ, ἐφ’ ὅ τι ἂν μέρος ἑλκύσῃ σέ τις ἄκρῳ τῷ δακτύλῳ ἀγόμενος, ἐπὶ ὕδατος κεχυμένου ἐπὶ τραπέζης, ὅπερ δύναταί τις διὰ τοῦ δακτύλου νὰ κάμῃ νὰ ῥυῇ πρὸς τοῦτο ἤ ἐκεῖνο τὸ μέρος, Λουκ. Ἑρμ. 68· ἐπιτραπέζια διηγήματα Βασίλ. τ. 1. σ. 69D, λέξις Εὐστ. Ὀδ. 1561, 58. ΙΙ. τῷ προηγ., Ἡσύχ. ἐν λ. τραπεζῆες.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est sur la table.
Étymologie: ἐπί, τράπεζα.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἐπιτραπέζιος, -ον)
αυτός που ανήκει στο τραπέζι ή τοποθετείται πάνω στο τραπέζι (α. «επιτραπέζια σκεύη, παιχνίδια» β. «ἐπιτραπέζιος λέξις τὸ παραθεῖναι», Ευστ.)
μσν.
το αρσ. ως ουσ.ἐπιτραπέζιος
ο τραπεζοκόμος
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιτραπέζιον
χειρόμακτρον, μαντήλι ή πετσέτα
2. ονομασία ενός μικρού ανδριάντα του Ηρακλή που είχε κατασκευάσει ο Λύσιππος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τράπεζα.

Greek Monotonic

ἐπιτρᾰπέζιος: -ον (τράπεζα), πάνω στο τραπέζι ή κοντά σε αυτό, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιτρᾰπέζιος: находящийся на столе (ὕδωρ Luc.).

Middle Liddell

ἐπι-τρᾰπέζιος, ον τράπεζα
on or at table, Luc.