ὑπειδόμην: Difference between revisions
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ<br /><b>1.</b> [[ανακαλύπτω]]<br /><b>2.</b> [[νομίζω]], μού φαίνεται, μού δίνεται η [[εντύπωση]] («ὃ ὑπείδεταί πως | |mltxt=ΜΑ<br /><b>1.</b> [[ανακαλύπτω]]<br /><b>2.</b> [[νομίζω]], μού φαίνεται, μού δίνεται η [[εντύπωση]] («ὃ ὑπείδεταί πως εἰπεῖν», Δαμάσκ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παρατηρώ]], [[κοιτάζω]] [[προς]] τα [[κάτω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[θεωρώ]] κάποιον ύποπτο, [[υποψιάζομαι]] κάποιον («τὸ μὲν πρῶτον ὑπιδόμενοι τὸν ὄχλον», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[εἶδον]] / <i>εἰδόμην</i>. Ο τ. αποτελεί αόρ. του ρ. <i>ὑφορῶ</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 08:50, 27 March 2021
English (LSJ)
aor. Med. (inf. ὑπιδέσθαι, part. ὑπιδόμενος, in codd. freq. written ὑπείδεσθαι, -ειδόμενος, as if from a pres. ὑπείδομαι, which is found in late Gr., v. infr. III):—A view from below, behold, E. Supp.694; of a prophetic vision, τὴν τύχην θ' ὑπειδόμην τὴν σήν, ἃ πείσῃ τ' . . Id.Hyps.Fr.60.37. II metaph., mistrust, suspect, Id.Ion1023, Plb.1.66.6, etc. 2 perceive, detect, ὡς . . Dam.Pr. 429. III seem, ὃ ὑπείδεταί πως εἰπεῖν which he appears to mean, ib.345.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπειδόμην: μέσ. ἀόρ. (ἀπαρ. ὑπιδέσθαι, μετοχ. ὑπιδόμενος, ἐν τοῖς ἀντιγράφοις συχνάκις φέρεται ὑπείδεσθαι, -ειδόμενος, ὡς ἐξ ἐνεστ. ὑπείδομαι, ὅστις δέν εὑρίσκεται)· - θεωρῶ κάτωθεν, θεωρῶ, παρατηρῶ, Εὐρ. Ἱκέτ. 694. ΙΙ. μεταφορ., ὑποπτεύω, δυσπιστῶ, Λατ. suspicari, ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 1023, Πολύβ. 1. 66, 6, κλπ.
French (Bailly abrégé)
ao.2 Moy. de ὑφοράω.
Greek Monolingual
ΜΑ
1. ανακαλύπτω
2. νομίζω, μού φαίνεται, μού δίνεται η εντύπωση («ὃ ὑπείδεταί πως εἰπεῖν», Δαμάσκ.)
αρχ.
1. παρατηρώ, κοιτάζω προς τα κάτω
2. μτφ. θεωρώ κάποιον ύποπτο, υποψιάζομαι κάποιον («τὸ μὲν πρῶτον ὑπιδόμενοι τὸν ὄχλον», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + εἶδον / εἰδόμην. Ο τ. αποτελεί αόρ. του ρ. ὑφορῶ].
Greek Monotonic
ὑπειδόμην: Μέσ. αόρ. βʹ, απαρ. -ιδέσθαι,
I. βλέπω, παρατηρώ από κάτω, κοιτάζω, ατενίζω, σε Ευρ.
II. μεταφ., δυσπιστώ, υποπτεύομαι, στον ίδ.· το ὑφοράω χρησιμ. ως ενεστ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπειδόμην: aor. 2 med. к ὑφοράω.
Middle Liddell
[aor2 mid.] inf. -ιδέσθαι
I. to view from below, to behold, Eur.
II. metaph. to mistrust, suspect, Eur.:— ὑφοράω is used as pres.