εξανθρωπίζω: Difference between revisions
From LSJ
Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλος ὁ χρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.
(12) |
m (Text replacement - "νῡν " to "νῦν ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[ἐξανθρωπίζω]]) [[εξάνθρωπος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[εξημερώνω]], [[εκπολιτίζω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>παθ.</b><br /><b>1.</b> [[πεθαίνω]] («ἐάν ἐξανθρωπισθῶ | |mltxt=(AM [[ἐξανθρωπίζω]]) [[εξάνθρωπος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[εξημερώνω]], [[εκπολιτίζω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>παθ.</b><br /><b>1.</b> [[πεθαίνω]] («ἐάν ἐξανθρωπισθῶ ἀποτουνῦν νὰ μὲ ἐνταφιάσει ἡ ἐμὴ [[γυνή]]», [[διαθήκη]] 15ου αιώνα)<br /><b>2.</b> (για ζώα) [[αποκτώ]] ανθρώπινες ιδιότητες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] προσιτό ή κατάλληλο για άνθρωπο («[[σιτία]] ἐξηνθρωπισμένα», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> φέρομαι φιλικά στους ανθρώπους, [[συμπεριφέρομαι]] ως [[κοινός]] [[άνθρωπος]] («δεδιέναι μὴ ἐξανθρωπισθείητε»<br />[για αυτοκράτορες] να φοβάστε [[μήπως]] φανείτε ως κοινοί άνθρωποι, Συν.). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:05, 27 March 2021
Greek Monolingual
(AM ἐξανθρωπίζω) εξάνθρωπος
μσν.- νεοελλ.
εξημερώνω, εκπολιτίζω
μσν.
παθ.
1. πεθαίνω («ἐάν ἐξανθρωπισθῶ ἀποτουνῦν νὰ μὲ ἐνταφιάσει ἡ ἐμὴ γυνή», διαθήκη 15ου αιώνα)
2. (για ζώα) αποκτώ ανθρώπινες ιδιότητες
αρχ.
1. κάνω κάτι προσιτό ή κατάλληλο για άνθρωπο («σιτία ἐξηνθρωπισμένα», Ιπποκρ.)
2. φέρομαι φιλικά στους ανθρώπους, συμπεριφέρομαι ως κοινός άνθρωπος («δεδιέναι μὴ ἐξανθρωπισθείητε»
[για αυτοκράτορες] να φοβάστε μήπως φανείτε ως κοινοί άνθρωποι, Συν.).