προσκυνώ: Difference between revisions
Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus
m (Text replacement - "ιμᾱν" to "ιμᾶν") |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-άω / προσκυνῶ, | |mltxt=-άω / [[προσκυνῶ]], [[προσκυνέω]], ΝΜΑ<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] σχετικά με τον Θεό, τις θεϊκές δυνάμεις και τις υλικές απεικονίσεις τους) [[προσκλίνω]] ή [[γονατίζω]] με [[ευλάβεια]], [[εκδηλώνω]] ευλαβή θρησκευτική [[λατρεία]] και σεβασμό (α. «προσκυνήσαμε τον Επιτάφιο» β. «καὶ εὐδοκήσας ὁ [[ἄνθρωπος]] προσκύνησε Κυρίῳ», ΠΔ<br />γ. «πρόσκυσον... τοὺς θεούς», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (σχετικά με ιερούς τόπους) [[κάνω]] [[προσκύνημα]] (α. «εισέ παλάτια βασιλιώ τα μάτια όντε στραφούσι, / [[πρέπει]] να τα δοξάζουσι και να τα προσκυνούσι», <b>Ερωτόκρ.</b><br />β. «πατρῷα προσκύσασθ' ἕδη», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[χαιρετίζω]] υψηλό και, γενικότερα, σεβαστό [[πρόσωπο]] με [[υπόκλιση]], [[υποκλίνομαι]] με σεβασμό για να χαιρετίσω κάποιον («τιμᾶν [[βασιλέα]] καὶ προσκυνεῖν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> (γενικά) [[χαιρετώ]] κάποιον με σεβασμό («ἐσέβηκα στὸ [[σπίτι]] της καὶ προσεκύνησά την», Πρόδρ.)<br /><b>5.</b> [[φιλώ]] ευλαβικά (α. «πήγε να προσκυνήσει τη θαυματουργή [[εικόνα]]» β. «σοῡ προσκυνήσω τὴν χεῑρα», πάπ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(η μτχ. μέσ. παρακμ.) <i>προσκυνημένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />([[ιδίως]] [[κατά]] την περίοδο της τουρκοκρατίας) [[άτομο]] που δήλωσε [[υποταγή]] σε κυρίαρχο, [[ιδίως]] στον σουλτάνο («[[κλέφτης]] προσκυνημένος»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />υποτάσσομαι σε κυρίαρχο, [[δηλώνω]] [[υποταγή]] («το Σούλι κι αν προσκύνησε, κι αν τούρκεψεν η Κιάφα», δημ. [[τραγούδι]])<br /><b>μσν.</b><br />[[μεταβαίνω]] σε ιερούς τόπους για [[προσκύνημα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δέχομαι]] ή [[λαμβάνω]] [[κάτι]] με σεβασμό («προσεκύνησά σου τὰ γράμματα», πάπ.)<br /><b>2.</b> [[παρακαλώ]], [[ικετεύω]] κάποιον<br /><b>3.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «οἱ προσκυνοῦν | ||
τες τὴν Ἀδράστειαν» — αυτοί που εύχονται την [[αποτροπή]] της οργής της Νεμέσεως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>κυνῶ</i> «[[φιλώ]], [[ασπάζομαι]]». Ο νεοελλ. τ. <i>προσκυνάω</i>, [[κατά]] τα νεοασυναίρετα ρημ. σε -<i>άω</i>]. | τες τὴν Ἀδράστειαν» — αυτοί που εύχονται την [[αποτροπή]] της οργής της Νεμέσεως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>κυνῶ</i> «[[φιλώ]], [[ασπάζομαι]]». Ο νεοελλ. τ. <i>προσκυνάω</i>, [[κατά]] τα νεοασυναίρετα ρημ. σε -<i>άω</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:41, 12 April 2021
Greek Monolingual
-άω / προσκυνῶ, προσκυνέω, ΝΜΑ
1. (κυρίως σχετικά με τον Θεό, τις θεϊκές δυνάμεις και τις υλικές απεικονίσεις τους) προσκλίνω ή γονατίζω με ευλάβεια, εκδηλώνω ευλαβή θρησκευτική λατρεία και σεβασμό (α. «προσκυνήσαμε τον Επιτάφιο» β. «καὶ εὐδοκήσας ὁ ἄνθρωπος προσκύνησε Κυρίῳ», ΠΔ
γ. «πρόσκυσον... τοὺς θεούς», Αριστοφ.)
2. (σχετικά με ιερούς τόπους) κάνω προσκύνημα (α. «εισέ παλάτια βασιλιώ τα μάτια όντε στραφούσι, / πρέπει να τα δοξάζουσι και να τα προσκυνούσι», Ερωτόκρ.
β. «πατρῷα προσκύσασθ' ἕδη», Σοφ.)
3. χαιρετίζω υψηλό και, γενικότερα, σεβαστό πρόσωπο με υπόκλιση, υποκλίνομαι με σεβασμό για να χαιρετίσω κάποιον («τιμᾶν βασιλέα καὶ προσκυνεῖν», Πλούτ.)
4. (γενικά) χαιρετώ κάποιον με σεβασμό («ἐσέβηκα στὸ σπίτι της καὶ προσεκύνησά την», Πρόδρ.)
5. φιλώ ευλαβικά (α. «πήγε να προσκυνήσει τη θαυματουργή εικόνα» β. «σοῡ προσκυνήσω τὴν χεῑρα», πάπ.)
νεοελλ.
(η μτχ. μέσ. παρακμ.) προσκυνημένος, -η, -ο
(ιδίως κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας) άτομο που δήλωσε υποταγή σε κυρίαρχο, ιδίως στον σουλτάνο («κλέφτης προσκυνημένος»)
νεοελλ.-μσν.
υποτάσσομαι σε κυρίαρχο, δηλώνω υποταγή («το Σούλι κι αν προσκύνησε, κι αν τούρκεψεν η Κιάφα», δημ. τραγούδι)
μσν.
μεταβαίνω σε ιερούς τόπους για προσκύνημα
αρχ.
1. δέχομαι ή λαμβάνω κάτι με σεβασμό («προσεκύνησά σου τὰ γράμματα», πάπ.)
2. παρακαλώ, ικετεύω κάποιον
3. παροιμ. φρ. «οἱ προσκυνοῦν
τες τὴν Ἀδράστειαν» — αυτοί που εύχονται την αποτροπή της οργής της Νεμέσεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + κυνῶ «φιλώ, ασπάζομαι». Ο νεοελλ. τ. προσκυνάω, κατά τα νεοασυναίρετα ρημ. σε -άω].