κόρυθος: Difference between revisions

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κόρῠθος''': ὁ, ([[κόρυς]]), ὁ [[μετὰ]] λόφου, [[τροχίλος]] Ἡσύχ., πρβλ. [[κορυδός]].
|lstext='''κόρῠθος''': ὁ, ([[κόρυς]]), ὁ μετὰ λόφου, [[τροχίλος]] Ἡσύχ., πρβλ. [[κορυδός]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 11:45, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόρῠθος Medium diacritics: κόρυθος Low diacritics: κόρυθος Capitals: ΚΟΡΥΘΟΣ
Transliteration A: kórythos Transliteration B: korythos Transliteration C: korythos Beta Code: ko/ruqos

English (LSJ)

ὁ, (κόρυς) A crested τροχίλος, Hsch.; but also, = περικεφαλαία, Id. II Κόρυθος, title of Apollo, Bull.Soc.Roy.Lund 1928-9iv 40; Κόριθος, ib.39. κορυλλίων, a bird (perh. = κολλυρίων), Hsch.

German (Pape)

[Seite 1488] ὁ, eine Art τροχίλος, wohl κόρυδος, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

κόρῠθος: ὁ, (κόρυς), ὁ μετὰ λόφου, τροχίλος Ἡσύχ., πρβλ. κορυδός.

French (Bailly abrégé)

gén. de κόρυς.

Greek Monolingual

κόρυθος, ὁ (Α)
1. (κατά τον Ησύχ.) α) είδος τροχίλου
β) περικεφαλαία
2. ως κύριο όν. ὁ Κόρυθος
προσωνυμία του Απόλλωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. «περικεφαλαία» πρόκειται για μεταπλασμένο τ. του κόρυς, -υθ-ος, κατά τα δευτερόκλιτα αρσ. σε -ος. Με τη σημ. «τροχίλος» πρόκειται για παράλληλο τ. του κόρυδος (επίσης < κόρυς) με παρέκταση -θ- αντί -δ-].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κόρυθος gen. van κόρυς.

Russian (Dvoretsky)

κόρῠθος: gen. к κόρυς.