πολύμητις: Difference between revisions

From LSJ

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "epith." to "epithet")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=of [[many]] devices, [[crafty]], [[shrewd]], epith. of [[Odysseus]]; of [[Hephaestus]], Il. 21.355.
|auten=of [[many]] devices, [[crafty]], [[shrewd]], [[epithet]] of [[Odysseus]]; of [[Hephaestus]], Il. 21.355.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 09:35, 23 May 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύμητις Medium diacritics: πολύμητις Low diacritics: πολύμητις Capitals: ΠΟΛΥΜΗΤΙΣ
Transliteration A: polýmētis Transliteration B: polymētis Transliteration C: polymitis Beta Code: polu/mhtis

English (LSJ)

ιος, ὁ, ἡ, A of many counsels, of Odysseus, Il.1.311, Od.21.274, Ar.V.351; of Hephaestus, Il.21.355; πολυμήτιδι τέχνῃ Orph.A.126.

German (Pape)

[Seite 666] ὁ, ἡ, von viel Klugheit, sehr klug, gewandt; bei Hom. gew. Beiwort des Odysseus, wie auch Ar. Vesp. 351; auch des Hephästus, Il. 21, 355.

Greek (Liddell-Scott)

πολύμητις: -ιος, ὁ, ἡ, ὁ πολλὰ σκεπτόμενος, πολύβουλος, πολύφρων, πολυμήχανος, ἐπὶ τοῦ Ὀδυσσέως, Ἰλ. Α. 311, Ὀδ. Φ. 274, πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 351· ἐπὶ τοῦ Ἡφαίστου, Ἰλ. Φ. 355· πολυμήτιδι τέχνῃ Ὀρφ. Ἀργ. 124· ― οὕτω πολῠμήτης, ου, ὁ, Ἡσύχ.· ποιητ. πολῠμῆτα, Ὀππ. Ἁλ. 5. 6. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 532.

French (Bailly abrégé)

ιος (ὁ, ἡ)
1 très prudent, très sage;
2 très habile.
Étymologie: πολύς, μῆτις.

English (Autenrieth)

of many devices, crafty, shrewd, epithet of Odysseus; of Hephaestus, Il. 21.355.

Greek Monolingual

-ήτιος, ὁ, ἡ, Α
(προσωνυμία του Οδυσσέως και του Ηφαίστου) αυτός που έχει πολλή φρόνηση, πολύ συνετός, πολυμήχανος
(α. «πολύμητις Ὀδυσσεύς», Ομ. Ιλ.
β. «πολυμήτιος Ἡφαίστοιο», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -μητις (< μῆτις «ευφυΐα»), πρβλ. ποικιλό-μητις].

Greek Monotonic

πολύμητις: -ιος, ὁ, ἡ, αυτός που σκέφτεται πολλά, σε Όμηρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύμητις -ιος [πολύς, μῆτις] zeer slim (Odysseus), zeer handig (Hephaestus).

Russian (Dvoretsky)

πολύμητις: ιος adj. остроумный, изобретательный (Ὀδυσσεύς, Ἣφαιστος Hom.).

Middle Liddell

πολύ-μητις, ιος, ὁ, ἡ,
of many counsels, Hom.