ἀψυχία: Difference between revisions

From LSJ

οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> jón. -ίη Hp.<i>Mul</i>.1.24, Hsch.<br /><b class="num">1</b> [[falta de ánimo]] ἀψυχίᾳ γὰρ γλῶσσαν ἁρπάζει φόβος A.<i>Th</i>.259<br /><b class="num">•</b>[[cobardía]] ἡ τἄρα διαπρέπεις ἀψυχίᾳ E.<i>Alc</i>.642, cf. 696, 717<br /><b class="num">•</b>[[desesperación]] ἰέναι εἰς ἀψυχίαν Thphr.<i>de elig.magistr</i>.A 61.<br /><b class="num">2</b> medic. [[desfallecimiento]], [[lipotimia]] ὑποχώρησις συχνὴ χολῆς ἐγένετο μετὰ ἀψυχίης Hp.<i>Epid</i>.7.108, ὀμμάτων [[ἀμαύρωσις]] [[ἅμα]] ἀψυχίῃ Hp.<i>Coac</i>.222, cf. <i>Prorrh</i>.1.113, Gal.16.755, ἀδυναμίη καὶ ἀ. Hp.l.c., cf. <i>VM</i> 10, ἢν ἀψυχίαι ἔχωσι καὶ μὴ ἰσχύῃ Hp.<i>Mul</i>.1.63, cf. Hsch.<br /><b class="num">•</b>[[paro respiratorio]] ἐστὶ δὲ ὅτε ἅλες ἑλκύσας πάλιν ἀθρόον ἐξέπνει ὥσπερ ὑπ' ἀψυχίης Hp.<i>Epid</i>.7.1.
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> jón. -ίη Hp.<i>Mul</i>.1.24, Hsch.<br /><b class="num">1</b> [[falta de ánimo]] ἀψυχίᾳ γὰρ γλῶσσαν ἁρπάζει φόβος A.<i>Th</i>.259<br /><b class="num">•</b>[[cobardía]] ἡ τἄρα διαπρέπεις ἀψυχίᾳ E.<i>Alc</i>.642, cf. 696, 717<br /><b class="num">•</b>[[desesperación]] ἰέναι εἰς ἀψυχίαν Thphr.<i>de elig.magistr</i>.A 61.<br /><b class="num">2</b> medic. [[desfallecimiento]], [[lipotimia]] ὑποχώρησις συχνὴ χολῆς ἐγένετο μετὰ ἀψυχίης Hp.<i>Epid</i>.7.108, ὀμμάτων [[ἀμαύρωσις]] [[ἅμα]] ἀψυχίῃ Hp.<i>Coac</i>.222, cf. <i>Prorrh</i>.1.113, Gal.16.755, ἀδυναμίη καὶ ἀ. Hp.l.c., cf. <i>VM</i> 10, ἢν ἀψυχίαι ἔχωσι καὶ μὴ ἰσχύῃ Hp.<i>Mul</i>.1.63, cf. Hsch.<br /><b class="num">•</b>[[paro respiratorio]] ἐστὶ δὲ ὅτε ἅλες ἑλκύσας πάλιν ἀθρόον ἐξέπνει ὥσπερ ὑπ' ἀψυχίης Hp.<i>Epid</i>.7.1.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:40, 20 July 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀψῡχία Medium diacritics: ἀψυχία Low diacritics: αψυχία Capitals: ΑΨΥΧΙΑ
Transliteration A: apsychía Transliteration B: apsychia Transliteration C: apsychia Beta Code: a)yuxi/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ, A swooning, syncope, Id.VM10, Coac.222. II want of spirit, faintheartedness, A.Th.259,383, E.Alc.642, etc.

German (Pape)

[Seite 421] ἡ, Leblosigkeit, Ohnmacht, Hippocr.; Feigheit, Aesch. Spt. 244; Eur. Alc. 645. 699.

Greek (Liddell-Scott)

ἀψῡχία: ἡ, ἔλλειψις ψυχῆς ἢ ζωῆς, λιποθυμία, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 12, Κωακ. Προγν. 155. ΙΙ. ἔλλειψις θάρρους, ὀλιγοψυχία, Αἰσχύλ. Θήβ. 259, 383, Εὐρ. Ἄλκ. 642, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
manque de cœur, lâcheté.
Étymologie: ἄψυχος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Hp.Mul.1.24, Hsch.
1 falta de ánimo ἀψυχίᾳ γὰρ γλῶσσαν ἁρπάζει φόβος A.Th.259
cobardía ἡ τἄρα διαπρέπεις ἀψυχίᾳ E.Alc.642, cf. 696, 717
desesperación ἰέναι εἰς ἀψυχίαν Thphr.de elig.magistr.A 61.
2 medic. desfallecimiento, lipotimia ὑποχώρησις συχνὴ χολῆς ἐγένετο μετὰ ἀψυχίης Hp.Epid.7.108, ὀμμάτων ἀμαύρωσις ἅμα ἀψυχίῃ Hp.Coac.222, cf. Prorrh.1.113, Gal.16.755, ἀδυναμίη καὶ ἀ. Hp.l.c., cf. VM 10, ἢν ἀψυχίαι ἔχωσι καὶ μὴ ἰσχύῃ Hp.Mul.1.63, cf. Hsch.
paro respiratorio ἐστὶ δὲ ὅτε ἅλες ἑλκύσας πάλιν ἀθρόον ἐξέπνει ὥσπερ ὑπ' ἀψυχίης Hp.Epid.7.1.

Greek Monolingual

η (Α ἀψυχία) άψυχος
δειλία, ολιγοψυχία.

Greek Monotonic

ἀψῡχία: ἡ, έλλειψη ζωής, έλλειψη πνεύματος, μικροψυχία, δειλία, σε Αισχύλ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀψῡχία: ἡ робость, малодушие Aesch., Eur.

Middle Liddell

[from ἄψυχος
want of life: want of spirit, faint-heartedness, Aesch., Eur.