δεράγχη: Difference between revisions
τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δεράγχη]], η (Α)<br />[[βρόχος]], [[θηλιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δέρη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>άγχη</i> <span style="color: red;"><</span> [[άγχω]] «[[σφίγγω]], [[πιέζω]], [[πνίγω]]» ( | |mltxt=[[δεράγχη]], η (Α)<br />[[βρόχος]], [[θηλιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δέρη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>άγχη</i> <span style="color: red;"><</span> [[άγχω]] «[[σφίγγω]], [[πιέζω]], [[πνίγω]]» ([[πρβλ]]. [[κυνάγχη]], [[λυκάγχη]], [[συνάγχη]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 08:39, 23 August 2021
English (LSJ)
ἡ, (δέρη) A collar, AP6.109.3 (Antip.).
German (Pape)
[Seite 548] ἡ, Halsschlinge, Ant. Sid. 17 (VI, 109).
Greek (Liddell-Scott)
δεράγχη: ἡ, (δέρη) περιδέραιον, περιτραχήλιον, Ἀνθ. Π. 6. 109· - δεραγχής, ές, πνιγηρός, στενός, αὐτόθι 107.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
collier.
Étymologie: δέρη, ἄγχω.
Syn. δέραιον, ἕρμα, ἴσθμιον, μαλάκιον, μάννος, μηνίσκος, ὅρμος, περιδέραιον, περιτραχήλιον, πλόκιον, στρεπτά, σφιγγίον.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
lazo para el cuello, dogal utilizado en la caza AP 6.109 (Antip.Sid.).
Greek Monolingual
δεράγχη, η (Α)
βρόχος, θηλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέρη + -άγχη < άγχω «σφίγγω, πιέζω, πνίγω» (πρβλ. κυνάγχη, λυκάγχη, συνάγχη)].
Greek Monotonic
δεράγχη: ἡ (δέρη), περιλαίμιο, βρόχος, θηλιά, σε Ανθ.· δερ-αγχής, -ές (ἄγχω), πνιγηρός, στενός, σφικτός, στην ίδ.
Russian (Dvoretsky)
δεράγχη: ἡ шейная петля, силок Anth.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δεράγχη -ης, ἡ [δέρη, ἄγχω] strop.