ζάχαρη: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich

Menander, Monostichoi, 264
m (Text replacement - ">" to ">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br /><b>1.</b> εδώδιμη λευκή κρυσταλλική [[ουσία]] με γλυκιά [[γεύση]], ευδιάλυτη στο [[νερό]], λίγο διαλυτή στο [[οινόπνευμα]], που εξάγεται από το [[ζαχαροκάλαμο]] ή τα ζαχαρότευτλα<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «περνούν [[ζάχαρη]]» — περνούν ευχάριστα, ευημερούν<br />β) «το [[ζήτημα]] [[πάει]] [[ζάχαρη]]» — το [[ζήτημα]] εξελίσσεται ευνοϊκά<br />γ) «αυτός [[είναι]] από [[ζάχαρη]]» — [[είναι]] πολύ [[ευαίσθητος]]<br /><b>3.</b> (ως επίθ. προσδ.) [[ζαχαρένιος]] («τα [[λόγια]] του [[είναι]] [[ζάχαρη]]» — τα [[λόγια]] του [[είναι]] ζαχαρένια, [[γλυκά]], ευχάριστα).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μσν. <i>ζάχαριν</i> (<i>το</i>), [[σάχαρ]] (<i>το</i>) <span style="color: red;"><</span> μτγν. [[σάκχαρις]] με [[τροπή]] του άηχου συριστικού (<i>s</i>) σε ηχηρό συριστικό (<i>z</i>)<br />(<b>[[πρβλ]].</b> [[σαβός]] > [[ζαβός]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.</b> <i>ζάχαριν</i><br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ζαχαράτος]], [[ζαχαρένιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ζαχαριάζω]], [[ζαχαριέρα]], [[ζαχαρώδης]], [[ζαχαρώνω]]. (Για τα σύνθ. <b>βλ.</b> <i>ζάχαρο</i>-)].
|mltxt=η<br /><b>1.</b> εδώδιμη λευκή κρυσταλλική [[ουσία]] με γλυκιά [[γεύση]], ευδιάλυτη στο [[νερό]], λίγο διαλυτή στο [[οινόπνευμα]], που εξάγεται από το [[ζαχαροκάλαμο]] ή τα ζαχαρότευτλα<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «περνούν [[ζάχαρη]]» — περνούν ευχάριστα, ευημερούν<br />β) «το [[ζήτημα]] [[πάει]] [[ζάχαρη]]» — το [[ζήτημα]] εξελίσσεται ευνοϊκά<br />γ) «αυτός [[είναι]] από [[ζάχαρη]]» — [[είναι]] πολύ [[ευαίσθητος]]<br /><b>3.</b> (ως επίθ. προσδ.) [[ζαχαρένιος]] («τα [[λόγια]] του [[είναι]] [[ζάχαρη]]» — τα [[λόγια]] του [[είναι]] ζαχαρένια, [[γλυκά]], ευχάριστα).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μσν. <i>ζάχαριν</i> (<i>το</i>), [[σάχαρ]] (<i>το</i>) <span style="color: red;"><</span> μτγν. [[σάκχαρις]] με [[τροπή]] του άηχου συριστικού (<i>s</i>) σε ηχηρό συριστικό (<i>z</i>)<br />([[πρβλ]]. [[σαβός]] > [[ζαβός]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.</b> <i>ζάχαριν</i><br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ζαχαράτος]], [[ζαχαρένιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ζαχαριάζω]], [[ζαχαριέρα]], [[ζαχαρώδης]], [[ζαχαρώνω]]. (Για τα σύνθ. <b>βλ.</b> <i>ζάχαρο</i>-)].
}}
}}

Latest revision as of 09:12, 23 August 2021

Greek Monolingual

η
1. εδώδιμη λευκή κρυσταλλική ουσία με γλυκιά γεύση, ευδιάλυτη στο νερό, λίγο διαλυτή στο οινόπνευμα, που εξάγεται από το ζαχαροκάλαμο ή τα ζαχαρότευτλα
2. φρ. α) «περνούν ζάχαρη» — περνούν ευχάριστα, ευημερούν
β) «το ζήτημα πάει ζάχαρη» — το ζήτημα εξελίσσεται ευνοϊκά
γ) «αυτός είναι από ζάχαρη» — είναι πολύ ευαίσθητος
3. (ως επίθ. προσδ.) ζαχαρένιος («τα λόγια του είναι ζάχαρη» — τα λόγια του είναι ζαχαρένια, γλυκά, ευχάριστα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ζάχαριν (το), σάχαρ (το) < μτγν. σάκχαρις με τροπή του άηχου συριστικού (s) σε ηχηρό συριστικό (z)
(πρβλ. σαβός > ζαβός).
ΠΑΡ. μσν. ζάχαριν
μσν.- νεοελλ.
ζαχαράτος, ζαχαρένιος
νεοελλ.
ζαχαριάζω, ζαχαριέρα, ζαχαρώδης, ζαχαρώνω. (Για τα σύνθ. βλ. ζάχαρο-)].