κορόνα: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source
(21)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Μ [[κορώνα]])<br /><b>1.</b> [[διάδημα]], [[στέμμα]], [[κυρίως]] βασιλέων ή επισκόπων<br /><b>2.</b> [[θυρεός]], [[οικόσημο]], [[έμβλημα]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> η πρώτη, η [[κορυφαία]] («[[είμαι]] η [[Ελλάδα]], τών πατρίδων είμ' εγώ η [[κορόνα]] και τών ανθρώπων ο [[βωμός]]», Παλαμ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η όψη του νομίσματος στην οποία [[είναι]] τυπωμένο το [[εθνόσημο]] ή η [[προτομή]] ηγεμόνα ή [[άλλη]] συμβολική [[παράσταση]], σε [[αντιδιαστολή]] με την [[άλλη]] όψη που έχει τα γράμματα<br /><b>2.</b> νομισματική [[μονάδα]] ορισμένων κρατών, όπως της Σουηδίας, Δανίας κ.ά.<br /><b>3.</b> τεχνητή [[θήκη]] δοντιού<br /><b>4.</b> <b>(ιδιωμ.)</b> η [[νύφη]], η [[σύζυγος]] γιου ή αδελφού<br /><b>5.</b> [[κύκλος]]<br /><b>6.</b> η υψηλότερη τονική [[έκταση]] σε [[μελωδία]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κορόνα]]-γράμματα» — [[είδος]] τυχερού παιχνιδιού που παίζεται με [[νόμισμα]]<br />β) «τά έπαιξα [[κορόνα]]-γράμματα» — τά διακινδύνευσα όλα<br /><b>μσν.</b><br />[[κόσμημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>corona</i> «[[στεφάνι]]» <span style="color: red;"><</span> αρχ. ελλ. [[κορώνη]].
|mltxt=η (Μ [[κορώνα]])<br /><b>1.</b> [[διάδημα]], [[στέμμα]], [[κυρίως]] βασιλέων ή επισκόπων<br /><b>2.</b> [[θυρεός]], [[οικόσημο]], [[έμβλημα]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> η πρώτη, η [[κορυφαία]] («[[είμαι]] η [[Ελλάδα]], τών πατρίδων είμ' εγώ η [[κορόνα]] και τών ανθρώπων ο [[βωμός]]», Παλαμ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η όψη του νομίσματος στην οποία [[είναι]] τυπωμένο το [[εθνόσημο]] ή η [[προτομή]] ηγεμόνα ή [[άλλη]] συμβολική [[παράσταση]], σε [[αντιδιαστολή]] με την [[άλλη]] όψη που έχει τα γράμματα<br /><b>2.</b> νομισματική [[μονάδα]] ορισμένων κρατών, όπως της Σουηδίας, Δανίας κ.ά.<br /><b>3.</b> τεχνητή [[θήκη]] δοντιού<br /><b>4.</b> <b>(ιδιωμ.)</b> η [[νύφη]], η [[σύζυγος]] γιου ή αδελφού<br /><b>5.</b> [[κύκλος]]<br /><b>6.</b> η υψηλότερη τονική [[έκταση]] σε [[μελωδία]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κορόνα]]-γράμματα» — [[είδος]] τυχερού παιχνιδιού που παίζεται με [[νόμισμα]]<br />β) «τά έπαιξα [[κορόνα]]-γράμματα» — τά διακινδύνευσα όλα<br /><b>μσν.</b><br />[[κόσμημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. λατ. <i>corona</i> «[[στεφάνι]]» <span style="color: red;"><</span> αρχ. ελλ. [[κορώνη]].
}}
}}

Latest revision as of 13:55, 23 August 2021

Greek Monolingual

η (Μ κορώνα)
1. διάδημα, στέμμα, κυρίως βασιλέων ή επισκόπων
2. θυρεός, οικόσημο, έμβλημα
3. μτφ. η πρώτη, η κορυφαίαείμαι η Ελλάδα, τών πατρίδων είμ' εγώ η κορόνα και τών ανθρώπων ο βωμός», Παλαμ.)
νεοελλ.
1. η όψη του νομίσματος στην οποία είναι τυπωμένο το εθνόσημο ή η προτομή ηγεμόνα ή άλλη συμβολική παράσταση, σε αντιδιαστολή με την άλλη όψη που έχει τα γράμματα
2. νομισματική μονάδα ορισμένων κρατών, όπως της Σουηδίας, Δανίας κ.ά.
3. τεχνητή θήκη δοντιού
4. (ιδιωμ.) η νύφη, η σύζυγος γιου ή αδελφού
5. κύκλος
6. η υψηλότερη τονική έκταση σε μελωδία
7. φρ. α) «κορόνα-γράμματα» — είδος τυχερού παιχνιδιού που παίζεται με νόμισμα
β) «τά έπαιξα κορόνα-γράμματα» — τά διακινδύνευσα όλα
μσν.
κόσμημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. λατ. corona «στεφάνι» < αρχ. ελλ. κορώνη.