κρᾶμα: Difference between revisions

From LSJ

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78
m (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α κρᾱμα, -άματος)<br /><b>1.</b> [[μίγμα]], [[ένωση]] δύο πραγμάτων («κρᾱμα ψυχῆς καὶ σώματος», Φίλ.)<br /><b>2.</b> μεταλλικό [[προϊόν]] που προκύπτει από την [[ενσωμάτωση]] ενός ή περισσότερων χημικών στοιχείων σε ένα [[μέταλλο]] (α. «[[κράμα]] χρυσού και αργύρου» β.«ἥ προσλαβοῡσα χαλκὸν τὸ καλούμενον γίνεται κρᾱμα, ὅ τινες ὀρείχαλκον καλοῦσι», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σύνθεση]] ανθρώπινων ιδιοτήτων<br /><b>αρχ.</b><br />[[φλέμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κρα</i>- του [[κεράννυμι]], <b>[[πρβλ]].</b> αόρ. β' <i>ἐ</i>-<i>κρά</i>-<i>θην</i>].
|mltxt=το (Α κρᾱμα, -άματος)<br /><b>1.</b> [[μίγμα]], [[ένωση]] δύο πραγμάτων («κρᾱμα ψυχῆς καὶ σώματος», Φίλ.)<br /><b>2.</b> μεταλλικό [[προϊόν]] που προκύπτει από την [[ενσωμάτωση]] ενός ή περισσότερων χημικών στοιχείων σε ένα [[μέταλλο]] (α. «[[κράμα]] χρυσού και αργύρου» β.«ἥ προσλαβοῡσα χαλκὸν τὸ καλούμενον γίνεται κρᾱμα, ὅ τινες ὀρείχαλκον καλοῦσι», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σύνθεση]] ανθρώπινων ιδιοτήτων<br /><b>αρχ.</b><br />[[φλέμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κρα</i>- του [[κεράννυμι]], [[πρβλ]]. αόρ. β' <i>ἐ</i>-<i>κρά</i>-<i>θην</i>].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κρᾶμα:''' ατος τό [[κεράννυμι]]<br /><b class="num">1)</b> смесь (ἐκ [[δύο]] [[τουτέων]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> разбавленное водою вино Plut.
|elrutext='''κρᾶμα:''' ατος τό [[κεράννυμι]]<br /><b class="num">1)</b> смесь (ἐκ [[δύο]] [[τουτέων]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> разбавленное водою вино Plut.
}}
}}

Revision as of 14:00, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρᾶμα Medium diacritics: κρᾶμα Low diacritics: κράμα Capitals: ΚΡΑΜΑ
Transliteration A: krâma Transliteration B: krama Transliteration C: krama Beta Code: kra=ma

English (LSJ)

ατος, τό, (κεράννυμι) A mixture, Ti.Locr.95e, Plu.2.1109e, etc.; κ. ψυχῆς καὶ σώματος Ph.1.372; esp. mixed wine, LXX Ca.7.2, OGI383.148 (Nemrud Dagh, i B. C.), Plu.2.140f, Dsc.1.113 (misspelt κραμμα PMag.Lond.121.174); also of medicines, Hp.Mul.2.211, Archig. ap. Gal.13.265. 2 = χρέμμα, Aristipp. ap. D.L.2.67. 3 alloy of metals, Str.13.1.56. κραμάσαι, v. κρεμάννυμι.

German (Pape)

[Seite 1499] τό (κεράννυμι), die Mischung; ὡς ἓν κρᾶμα ἐκ δύο τουτέων εἶμεν Tim. Locr. 95 e; Sp., wie Plut.; bes. ein gemischter Trank, sowohl von dem mit Wasser gemischten Wein, als von Arzneien; – auch von der Luft, Temperatur, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κρᾶμα: τὸ, (κεράννυμι) πᾶν κεκραμένον πρᾶγμα, μῖγμα, Τίμ. Λοκρ. 95E, Πλούτ. 2. 1109E, κτλ.· ἰδίως κεκραμένος οἶνος, Πλούτ. 2. 140F, Ἑβδ. (ᾎσμα ᾈσμάτ. H΄, 2).

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 mélange, mixtion;
2 vin trempé.
Étymologie: R. Κρα de Καρ, cf. κρατήρ et κεράννυμι.

Greek Monolingual

το (Α κρᾱμα, -άματος)
1. μίγμα, ένωση δύο πραγμάτων («κρᾱμα ψυχῆς καὶ σώματος», Φίλ.)
2. μεταλλικό προϊόν που προκύπτει από την ενσωμάτωση ενός ή περισσότερων χημικών στοιχείων σε ένα μέταλλο (α. «κράμα χρυσού και αργύρου» β.«ἥ προσλαβοῡσα χαλκὸν τὸ καλούμενον γίνεται κρᾱμα, ὅ τινες ὀρείχαλκον καλοῦσι», Στράβ.)
νεοελλ.
σύνθεση ανθρώπινων ιδιοτήτων
αρχ.
φλέμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρα- του κεράννυμι, πρβλ. αόρ. β' -κρά-θην].

Russian (Dvoretsky)

κρᾶμα: ατος τό κεράννυμι
1) смесь (ἐκ δύο τουτέων Plat.);
2) разбавленное водою вино Plut.