κυανώπης: Difference between revisions

From LSJ

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κυανώπης]], ο, θηλ. [[κυανῶπις]], -ιδος (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει μαύρα μάτια (α. «ἵππους κυανώπεας», Οππ.<br />β. «κυανώπιδες Νύμφαι», Ανακρ.)<br /><b>2.</b> (για [[πλοίο]]) [[κυανόπρωρος]] («ὁμόπτεροι κυανώπιδες νᾱες μὲν [[ἄγαγον]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κυανός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ώπης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ὤψ</i>, <i>ὠπός</i> «[[οφθαλμός]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ερι</i>-<i>ώπης</i>, <i>κυν</i>-<i>ώπης</i>].
|mltxt=[[κυανώπης]], ο, θηλ. [[κυανῶπις]], -ιδος (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει μαύρα μάτια (α. «ἵππους κυανώπεας», Οππ.<br />β. «κυανώπιδες Νύμφαι», Ανακρ.)<br /><b>2.</b> (για [[πλοίο]]) [[κυανόπρωρος]] («ὁμόπτεροι κυανώπιδες νᾱες μὲν [[ἄγαγον]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κυανός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ώπης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ὤψ</i>, <i>ὠπός</i> «[[οφθαλμός]]»), [[πρβλ]]. <i>ερι</i>-<i>ώπης</i>, <i>κυν</i>-<i>ώπης</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:05, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠᾰνώπης Medium diacritics: κυανώπης Low diacritics: κυανώπης Capitals: ΚΥΑΝΩΠΗΣ
Transliteration A: kyanṓpēs Transliteration B: kyanōpēs Transliteration C: kyanopis Beta Code: kuanw/phs

English (LSJ)

ες, A dark-eyed, (ἵπποι) Opp.C.1.307:—fem. κῠᾰν-ῶπις, ιδος, Ἀμφιτρίτη Od.12.60, cf. Hes.Sc.356; Νύμφαι Anacr.2.2; Μοῦσα IG 14.1942; νᾶες κυανώπιδες B.12.160, cf. A.Pers.559 (lyr.), Supp.743 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1522] ες, dunkel-, schwarzäugig; ἵπποι Opp. Cyn. 1, 307.

Greek (Liddell-Scott)

κυᾰνώπης: -ου, ὁ, ἔχων μέλανα ὄματα, Ὀππ. Κυν. 1. 307· ― θηλ. -ῶπις, ιδος, ἐπίθετον τῆς Ἀμφιτρίτης, Ὀδ. Μ. 60, πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 356· ὡσαύτως νῆες κυανώπιδες Αἰσχύλ. Πέρσ. 559, Ἱκέτ. 743· πρβλ. κυανόπρῳρος.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
aux yeux sombres ou noirs.
Étymologie: κύανος, ὤψ.

Greek Monolingual

κυανώπης, ο, θηλ. κυανῶπις, -ιδος (Α)
1. αυτός που έχει μαύρα μάτια (α. «ἵππους κυανώπεας», Οππ.
β. «κυανώπιδες Νύμφαι», Ανακρ.)
2. (για πλοίο) κυανόπρωρος («ὁμόπτεροι κυανώπιδες νᾱες μὲν ἄγαγον», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυανός + -ώπης (< ὤψ, ὠπός «οφθαλμός»), πρβλ. ερι-ώπης, κυν-ώπης].

Greek Monotonic

κυᾰνώπης: -ου, ὁ (ὤψ), με μαύρα μάτια, θηλ. -ῶπις, -ιδος, σε Ομήρ. Οδ.· γενικά, αυτός που έχει σκοτεινή όψη, νῆες κυανώπιδες, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

κυᾰν-ώπης, ου, [ὤψ]
dark-eyed, fem.