λίστρο: Difference between revisions
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
(23) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Α [[λίστρον]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κάθε]] [[εργαλείο]] για [[λείανση]] επιφανειών<br /><b>αρχ.</b><br />σιδερένιο [[φτυάρι]] χρήσιμο για [[εξομάλυνση]] ή [[επιπέδωση]] του εδάφους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. [[λέξη]], που δηλώνει όργανο με κατάλ. -<i>τρον</i> ( | |mltxt=το (Α [[λίστρον]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κάθε]] [[εργαλείο]] για [[λείανση]] επιφανειών<br /><b>αρχ.</b><br />σιδερένιο [[φτυάρι]] χρήσιμο για [[εξομάλυνση]] ή [[επιπέδωση]] του εδάφους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. [[λέξη]], που δηλώνει όργανο με κατάλ. -<i>τρον</i> ([[πρβλ]]. <i>άρο</i>-<i>τρον</i>, <i>ζεύσ</i>-<i>τρον</i>), πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>λίτ</i>-<i>τρον</i> ([[πρβλ]]. <i>λίς</i>, [[λιτός]] <i>). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], όχι πολύ πιθανή, ο τ. συνδέεται με λεττον. [i]lidu</i>, <i>list</i> και λιθουαν. <i>lydyti</i> «[[σκαλίζω]] τη γη» ([[πρβλ]]. [[λίσγος]] <span style="color: red;"><</span> <i>λίδ</i>-[[σκος]]). Εξίσου απίθανη [[είναι]] και η [[σύνδεση]] με λατ. lῑra «[[αυλάκι]]»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:13, 23 August 2021
Greek Monolingual
το (Α λίστρον)
νεοελλ.
κάθε εργαλείο για λείανση επιφανειών
αρχ.
σιδερένιο φτυάρι χρήσιμο για εξομάλυνση ή επιπέδωση του εδάφους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λέξη, που δηλώνει όργανο με κατάλ. -τρον (πρβλ. άρο-τρον, ζεύσ-τρον), πιθ. < λίτ-τρον (πρβλ. λίς, λιτός ). Κατ' άλλη άποψη, όχι πολύ πιθανή, ο τ. συνδέεται με λεττον. [i]lidu, list και λιθουαν. lydyti «σκαλίζω τη γη» (πρβλ. λίσγος < λίδ-σκος). Εξίσου απίθανη είναι και η σύνδεση με λατ. lῑra «αυλάκι»].