λαοπόρος: Difference between revisions

From LSJ

Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων (Epicurus, Letter to Menoeceus 123.2) → Carry on and practice the things I incessantly used to urge you to do, realizing that they are the essentials of a good life.

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λαοπόρος]], -ον (Α)<br />(για [[γέφυρα]]) αυτή που χρησιμεύει για να διαβαίνει ο [[λαός]] («λαοπόροις τε μηχαναῑς», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>λαο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[πόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πόρος]] «[[πέρασμα]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>θαλασσο</i>-[[πόρος]], <i>οδοι</i>-[[πόρος]].
|mltxt=[[λαοπόρος]], -ον (Α)<br />(για [[γέφυρα]]) αυτή που χρησιμεύει για να διαβαίνει ο [[λαός]] («λαοπόροις τε μηχαναῑς», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>λαο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[πόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πόρος]] «[[πέρασμα]]»), [[πρβλ]]. <i>θαλασσο</i>-[[πόρος]], <i>οδοι</i>-[[πόρος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:30, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαοπόρος Medium diacritics: λαοπόρος Low diacritics: λαοπόρος Capitals: ΛΑΟΠΟΡΟΣ
Transliteration A: laopóros Transliteration B: laoporos Transliteration C: laoporos Beta Code: laopo/ros

English (LSJ)

ον,

A serving as a passage for the people, man-conveying, λ. μαχαναί a bridge, A.Pers.113 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

λᾱοπόρος: -ον, χρησιμεύων πρὸς διάβασιν τοῦ λαοῦ, λαοπόροις μηχαναῖς, δηλ. γεφύραις, Αἰσχύλ. Πέρσ. 113.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui procure le passage au peuple ou à l’armée.
Étymologie: λαός, πόρος.

Greek Monolingual

λαοπόρος, -ον (Α)
(για γέφυρα) αυτή που χρησιμεύει για να διαβαίνει ο λαός («λαοπόροις τε μηχαναῑς», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. λαο- + -πόρος (< πόρος «πέρασμα»), πρβλ. θαλασσο-πόρος, οδοι-πόρος.

Greek Monotonic

λᾱοπόρος: -ον, αυτός που χρησιμεύει για διάβαση του λαού, κατασκευή που διευκολύνει τη διάβαση των ανθρώπων, λαοπόροι μηχαναί, δηλ. γέφυρες, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

λᾱοπόρος: атт. λεωπόρος 2 дающий людям возможность переправы, служащий мостом (μηχαναί Aesch.).

Middle Liddell

λᾱο-πόρος, ον
serving as a passage for the people, man-conveying, λ. μηχαναί, i. e. a bridge, Aesch.