μηλάτης: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
m (Text replacement - "οῡνται" to "οῦνται") |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μηλάτης]] και μηλότης, ὁ (Α)<br />ο [[ποιμένας]] (α. «μηλόται<br />ποιμένες», <b>Ησύχ.</b><br />β. «ποιμένων, οἳ καὶ προβατεῑς καλοῦνται καὶ μηλάται», Ευστάθ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο. τ. <i>μηλ</i>-<i>ότης</i> <span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] (II) «[[κοπάδι]], [[αγέλη]] ζώων» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ότης</i> ( | |mltxt=[[μηλάτης]] και μηλότης, ὁ (Α)<br />ο [[ποιμένας]] (α. «μηλόται<br />ποιμένες», <b>Ησύχ.</b><br />β. «ποιμένων, οἳ καὶ προβατεῑς καλοῦνται καὶ μηλάται», Ευστάθ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο. τ. <i>μηλ</i>-<i>ότης</i> <span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] (II) «[[κοπάδι]], [[αγέλη]] ζώων» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ότης</i> ([[πρβλ]]. <i>ιππ</i>-<i>ότης</i>, <i>τοξ</i>-<i>ότης</i>). Το <i>μηλ</i>-<i>άτης</i> έχει προέλθει πιθ. με [[απλολογία]] από τ. <i>μηλ</i>-<i>ηλάτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] (II) <span style="color: red;">+</span> -<i>ηλάτης</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἐλαυνω</i>), [[πρβλ]]. [[βοηλάτης]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:14, 23 August 2021
English (LSJ)
ου, ὁ, A shepherd, Eust.877.50, Zonar.; μηλάταν τὸν ποιμένα Βοιωτοί, and μηλόται· ποιμένες, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
μηλάτης: ὁ, ποιμήν, Ζωναρ. 1357, Εὐστ. 877. 50· μηλάταν (ἢ μηλατὰν) τὸν ποιμένα Βοιωτοί, καὶ μηλόται· ποιμένες Ἡσύχ.
Greek Monolingual
μηλάτης και μηλότης, ὁ (Α)
ο ποιμένας (α. «μηλόται
ποιμένες», Ησύχ.
β. «ποιμένων, οἳ καὶ προβατεῑς καλοῦνται καὶ μηλάται», Ευστάθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο. τ. μηλ-ότης < μῆλον (II) «κοπάδι, αγέλη ζώων» + κατάλ. -ότης (πρβλ. ιππ-ότης, τοξ-ότης). Το μηλ-άτης έχει προέλθει πιθ. με απλολογία από τ. μηλ-ηλάτης (< μῆλον (II) + -ηλάτης < ἐλαυνω), πρβλ. βοηλάτης.