ἀνάελπτος: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνάελπτος]], -ον (Α)<br />[[ανέλπιστος]], [[απροσδόκητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ρημ. επίθ. σε -<i>τος</i>. Η λ. απαντά στον Ησύχιο. Για την [[ετυμολογία]] της ισχύει ό,τι και για το ομηρικό [[ἀνάεδνος]]. Κατά μία [[άποψη]], [[ἀνάελπτος]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνα</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> <i>ἔλπομαι</i> «[[ελπίζω]], [[προσδοκώ]]». Κατ’ [[άλλη]] [[άποψη]], ο τ. [[ἀνάελπτος]] αποτελεί εσφαλμένη [[απόδοση]] ή [[παραλλαγή]] του τ. <i>ἀνέελπτος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀν</i>-<i>έF</i>-<i>ελπτος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀν</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[ἐέλπομαι]], αναλογικά [[προς]] τα [[σύνθετα]] με την [[πρόθεση]] <i>ἀνά</i>-. Κατά [[τρίτη]] [[τέλος]] [[άποψη]], [[ἀνάελπτος]] <span style="color: red;"><</span> ἀ-προθεμ. <span style="color: red;">+</span> [[ἄελπτος]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> <i>ἔλπομαι</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ἀνάεδνος]])].
|mltxt=[[ἀνάελπτος]], -ον (Α)<br />[[ανέλπιστος]], [[απροσδόκητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ρημ. επίθ. σε -<i>τος</i>. Η λ. απαντά στον Ησύχιο. Για την [[ετυμολογία]] της ισχύει ό,τι και για το ομηρικό [[ἀνάεδνος]]. Κατά μία [[άποψη]], [[ἀνάελπτος]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνα</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> <i>ἔλπομαι</i> «[[ελπίζω]], [[προσδοκώ]]». Κατ’ [[άλλη]] [[άποψη]], ο τ. [[ἀνάελπτος]] αποτελεί εσφαλμένη [[απόδοση]] ή [[παραλλαγή]] του τ. <i>ἀνέελπτος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀν</i>-<i>έF</i>-<i>ελπτος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀν</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[ἐέλπομαι]], αναλογικά [[προς]] τα [[σύνθετα]] με την [[πρόθεση]] <i>ἀνά</i>-. Κατά [[τρίτη]] [[τέλος]] [[άποψη]], [[ἀνάελπτος]] <span style="color: red;"><</span> ἀ-προθεμ. <span style="color: red;">+</span> [[ἄελπτος]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> <i>ἔλπομαι</i> ([[πρβλ]]. [[ἀνάεδνος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 15:50, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάελπτος Medium diacritics: ἀνάελπτος Low diacritics: ανάελπτος Capitals: ΑΝΑΕΛΠΤΟΣ
Transliteration A: anáelptos Transliteration B: anaelptos Transliteration C: anaelptos Beta Code: a)na/elptos

English (LSJ)

ον, A = ἄελπτος, unlooked for, ἀνάελπτα παθόντες Hes. Th.660. (Prob. misspelt for ἀν-έϝελπτος.)

German (Pape)

[Seite 187] (vgl. ἀνάεδνος), unverhofft, unerwartet, Hes. Ih. 660; vgl. ἀν-.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάελπτος: -ον, ὡς τὸ ἄελπτος, ἀπροσδόκητος, ἀνάελπτα παθόντες Ἡσ. Θ. 660· (κυρίως ἀνάϝελπτος, ἴδε ἀνάεδνος).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
inespéré.
Étymologie: ἀνά, ἔλπομαι.

Spanish (DGE)

-ον inesperado ἀνάελπτα παθόντες Hes.Th.660.

Greek Monolingual

ἀνάελπτος, -ον (Α)
ανέλπιστος, απροσδόκητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ρημ. επίθ. σε -τος. Η λ. απαντά στον Ησύχιο. Για την ετυμολογία της ισχύει ό,τι και για το ομηρικό ἀνάεδνος. Κατά μία άποψη, ἀνάελπτος < ἀνα- στερ. + ἔλπομαι «ελπίζω, προσδοκώ». Κατ’ άλλη άποψη, ο τ. ἀνάελπτος αποτελεί εσφαλμένη απόδοση ή παραλλαγή του τ. ἀνέελπτος < ἀν-έF-ελπτος < ἀν- στερ. + ἐέλπομαι, αναλογικά προς τα σύνθετα με την πρόθεση ἀνά-. Κατά τρίτη τέλος άποψη, ἀνάελπτος < ἀ-προθεμ. + ἄελπτος < - στερ. + ἔλπομαι (πρβλ. ἀνάεδνος)].

Greek Monotonic

ἀνάελπτος: -ον (ἔλπομαι), απροσδόκητος, αναπάντεχος, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνάελπτος: неожиданный (ἀνάελπτα παθόντες Hes.).

Middle Liddell

[ἔλπομαι]
unlooked for, Hes.