ἐρισφάραγος: Difference between revisions

From LSJ

ἔστιν δέ που ἡ μὲν ἐπὶ σώμασι γυμναστική, ἡ δ' ἐπὶ ψυχῇ μουσική → I think I am right in saying that we have physical exercise for the body and the arts for the soul

Source
m (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐρισφάραγος]], -ον (Α)<br />(για τον Ποσειδώνα και τον Δία) αυτός που ηχεί [[δυνατά]], ο [[μεγαλόφωνος]] («Ζηνὸς ἐρισφαράγου», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ερι</i>- (επιτ. [[μόριο]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>σφάραργος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σφαραγούμαι]] «[[σφριγώ]]») (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ερισπάραγος</i>)].
|mltxt=[[ἐρισφάραγος]], -ον (Α)<br />(για τον Ποσειδώνα και τον Δία) αυτός που ηχεί [[δυνατά]], ο [[μεγαλόφωνος]] («Ζηνὸς ἐρισφαράγου», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ερι</i>- (επιτ. [[μόριο]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>σφάραργος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σφαραγούμαι]] «[[σφριγώ]]») ([[πρβλ]]. <i>ερισπάραγος</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 15:56, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρισφάρᾰγος Medium diacritics: ἐρισφάραγος Low diacritics: ερισφάραγος Capitals: ΕΡΙΣΦΑΡΑΓΟΣ
Transliteration A: erispháragos Transliteration B: erispharagos Transliteration C: erisfaragos Beta Code: e)risfa/ragos

English (LSJ)

[φᾰ], ον, A loud-roaring, of Poseidon, h.Merc.187; of Zeus, Pi.Fr.15, B.5.20; loud-voiced, of men, Plu.2.698e.

German (Pape)

[Seite 1031] laut tosend, brausend, Poseidon, H. h. Merc. 187; Pind. frg. 263; πατὴρ πάντων Ep. ad. 522 (IX, 521).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au bruit retentissant.
Étymologie: ἐρι-, σφαραγέομαι.

English (Slater)

ἐρισφᾰρᾰγος
   1 loud thundering ἐρισφα ράγ[ου] πατ[ρός (i. e. Zeus: supp. Lobel) fr. 6a. d, = fr. 15 Schr.

Greek Monolingual

ἐρισφάραγος, -ον (Α)
(για τον Ποσειδώνα και τον Δία) αυτός που ηχεί δυνατά, ο μεγαλόφωνος («Ζηνὸς ἐρισφαράγου», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + -σφάραργος (< σφαραγούμαι «σφριγώ») (πρβλ. ερισπάραγος)].

Greek Monotonic

ἐρισφάρᾰγος: -ον, αυτός που βροντά δυνατά, βροντερός, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

ἐρισφάρᾰγος: (φᾰ) мощно грохочущий, многошумный (Ποσειδῶν HH; sc. Ζεύς Pind., Anth.).

Middle Liddell

ἐρι-σφάρᾰγος, ον
loud-roaring, Hhymn.