ἑτεροῖος: Difference between revisions

From LSJ

εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun

Source
m (Text replacement - " ;" to ";")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ἑτεροῑος, -οία, -ον (ΑΜ) (Α και επικ. [[τύπος]] ἑτεροίϊος, -ηΐη, -ον)<br /><b>μσν.</b><br />διαφοροποιημένος («ἑτεροῑος [[κόσμος]]», Δαμασκ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] διαφορετικής φύσεως ή είδους<br /><b>2.</b> [[ασυνήθιστος]], [[παράδοξος]]<br /><b>3.</b> [[διαφορετικός]] απ' αυτό που έπρεπε να [[είναι]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἑτεροίως</i><br /><b>1.</b> ασυνήθιστα, παράδοξα («ἑτεροίως διαιτηθῆναι», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> διαφορετικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερ</i>-<i>oıος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[αλλοίος]], [[τοίος]])].
|mltxt=ἑτεροῑος, -οία, -ον (ΑΜ) (Α και επικ. [[τύπος]] ἑτεροίϊος, -ηΐη, -ον)<br /><b>μσν.</b><br />διαφοροποιημένος («ἑτεροῑος [[κόσμος]]», Δαμασκ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] διαφορετικής φύσεως ή είδους<br /><b>2.</b> [[ασυνήθιστος]], [[παράδοξος]]<br /><b>3.</b> [[διαφορετικός]] απ' αυτό που έπρεπε να [[είναι]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἑτεροίως</i><br /><b>1.</b> ασυνήθιστα, παράδοξα («ἑτεροίως διαιτηθῆναι», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> διαφορετικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερ</i>-<i>oıος</i> ([[πρβλ]]. [[αλλοίος]], [[τοίος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 16:00, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτεροῖος Medium diacritics: ἑτεροῖος Low diacritics: ετεροίος Capitals: ΕΤΕΡΟΙΟΣ
Transliteration A: heteroîos Transliteration B: heteroios Transliteration C: eteroios Beta Code: e(teroi=os

English (LSJ)

α, ον, Ep. ἑτερ-οίϊος, η, ον, D.P.1180:—A of a different kind, diverse, Hdt.1.99, al.; τὰ ἑ. οὐκ ἀλλοῖα; Pl.Prm.161a, al.; τί φαίνεται ἑτεροῖον διανοηθεὶς ὁ ἰητρὸς ἢ . .; Hp.VM7; ἑ. τινός ib.9; unusual, strange, Id.Acut.6; φωναί Phld.Po.994 Fr.10. Adv. -οίως, διαιτηθῆναι Hp. Acut.39, cf. Gal.2.219. II diversified, differentiated, κόσμος, ἀριθμός, Dam.Pr.194,204. III different from what should be, untoward, ἤν τι ἑ. ἀποβαίνῃ Luc.JTr.32.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτεροῖος: -α, -ον, Ἐπικ. -όϊος, η, ον, Διον. Π. 1180: ― ἀλλοῖος, διάφορος τὸ εἶδος, Ἡρόδ. 1. 99., 2. 35., 4. 62· ἑτ. ἢ.., Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 10· ἑτ. τινὸς αὐτόθι 11· ἀσυνήθης, παράδοξος, ὁ αὐτ. ἐν τῷ π. Διαίτ. Ὀξ. 384. ― Ἐπίρρ. -οιως, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 390.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
différent, autre, d’autre sorte.
Étymologie: ἕτερος.

Greek Monolingual

ἑτεροῑος, -οία, -ον (ΑΜ) (Α και επικ. τύπος ἑτεροίϊος, -ηΐη, -ον)
μσν.
διαφοροποιημένος («ἑτεροῑος κόσμος», Δαμασκ.)
αρχ.
1. αυτός που είναι διαφορετικής φύσεως ή είδους
2. ασυνήθιστος, παράδοξος
3. διαφορετικός απ' αυτό που έπρεπε να είναι.
επίρρ...
ἑτεροίως
1. ασυνήθιστα, παράδοξα («ἑτεροίως διαιτηθῆναι», Ιπποκρ.)
2. διαφορετικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερ-oıος (πρβλ. αλλοίος, τοίος)].

Greek Monotonic

ἑτεροῖος: -α, -ον, αυτός που ανήκει σε διαφορετικό είδος, ετεροειδής, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἑτεροῖος: иной, иного свойства, отличный Plat., Arst.: τρόπῳ οὐ τῷ αὐτῷ, ἀλλ᾽ ἑτεροίῳ Her. не таким способом, а иным.

Middle Liddell

ἑτεροῖος, η, ον
of a different kind, Hdt.