Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἄσπερμος: Difference between revisions

From LSJ

Μεστὸν κακῶν πέφυκε φορτίον γυνή → Mulier malorum plena semper sarcina est → Die Frau ist eine Last, mit Leiden vollgepackt

Menander, Monostichoi, 334
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄσπερμος]], -ον)<br />(για φυτά) αυτός που δεν παράγει [[σπέρμα]] ή που παράγει καρπούς [[χωρίς]] σπόρους («ἄσπερμον [[γένος]]», Θεόφρ.<br />«[[άσπερμος]] [[σταφιδάμπελος]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[χωρίς]] [[σπέρμα]] («άσπερμα αβγά» — αυτά που δεν έχουν γονιμοποιηθεί)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χωρίς]] [[σπέρμα]], [[χωρίς]] απογόνους («[[ἄσπερμος]] γενεὴ καὶ [[ἄφαντος]]», Όμ.)<br /><b>2.</b> (για [[γυναίκα]]) η [[χωρίς]] άντρα, η άγονη<br /><b>3.</b> (για ζώα) αυτός που δεν έχει [[σπέρμα]] («τὰ μὲν πολύσπερμα, τὰ δ' ἄσπερμα [[πάμπαν]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> (για την [[ψυχή]]) αυτή που δεν επιδέχεται [[καλλιέργεια]] και [[διάπλαση]]<br /><b>5.</b> (για [[διδασκαλία]]) [[εκείνη]] που δεν καρποφορεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> -<i>σπερμος</i> <span style="color: red;"><</span> [[σπέρμα]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[ολιγόσπερμος]], [[πάνσπερμος]])].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄσπερμος]], -ον)<br />(για φυτά) αυτός που δεν παράγει [[σπέρμα]] ή που παράγει καρπούς [[χωρίς]] σπόρους («ἄσπερμον [[γένος]]», Θεόφρ.<br />«[[άσπερμος]] [[σταφιδάμπελος]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[χωρίς]] [[σπέρμα]] («άσπερμα αβγά» — αυτά που δεν έχουν γονιμοποιηθεί)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χωρίς]] [[σπέρμα]], [[χωρίς]] απογόνους («[[ἄσπερμος]] γενεὴ καὶ [[ἄφαντος]]», Όμ.)<br /><b>2.</b> (για [[γυναίκα]]) η [[χωρίς]] άντρα, η άγονη<br /><b>3.</b> (για ζώα) αυτός που δεν έχει [[σπέρμα]] («τὰ μὲν πολύσπερμα, τὰ δ' ἄσπερμα [[πάμπαν]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> (για την [[ψυχή]]) αυτή που δεν επιδέχεται [[καλλιέργεια]] και [[διάπλαση]]<br /><b>5.</b> (για [[διδασκαλία]]) [[εκείνη]] που δεν καρποφορεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> -<i>σπερμος</i> <span style="color: red;"><</span> [[σπέρμα]] ([[πρβλ]]. [[ολιγόσπερμος]], [[πάνσπερμος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 16:00, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄσπερμος Medium diacritics: ἄσπερμος Low diacritics: άσπερμος Capitals: ΑΣΠΕΡΜΟΣ
Transliteration A: áspermos Transliteration B: aspermos Transliteration C: aspermos Beta Code: a)/spermos

English (LSJ)

ον, A without seed, i. e. posterity, Il.20.303, Luc.Am.35: metaph., καρπὸς λόγου Max.Tyr.31.5:—in literal sense, opp. πολύσπερμος, Arist.GA725b29; of plants, Thphr.HP7.4.4.

German (Pape)

[Seite 373] (σπέρμα), ohne Samen, ohne Nachkommenschaft, Il. 20, 303; Luc.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans semence ; fig. sans postérité.
Étymologie: ἀ, σπέρμα.

English (Autenrieth)

(σπέρμα): without offspring, Il. 20.303†.

Spanish (DGE)

-ον
1 estéril, carente de descendencia, γενεή Il.20.303, γένος Luc.Am.35, en cont. astrol. para los nacidos en el intervalo entre Tauro y Géminis, Heph.Astr.1.1.41, cf. anón. astrol. en PSI 1289b.2.7, de anim. op. πολύσπερμα y ὀλιγόσπερμα: ἄσπερμα (sc. γένη) sin semen Arist.GA 725b29
de plantas sin semilla ἄ. τι γένος ... ἢ κακόσπερμον Thphr.HP 7.4.4, σικύοι Gp.12.19.2
fig. huero, estéril λόγου δὲ ... ἐφήμενος μὲν ἡ γένησις, ἄ. δὲ ὁ καρπός Max.Tyr.25.5.
2 en fórmulas contractuales no sembrado o sin provisión de semillas κλῆρος ἄ. BGU 1262.7 (III a.C.), PFreib.25.10 (II a.C.), PYale 51.16 (II a.C.).

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄσπερμος, -ον)
(για φυτά) αυτός που δεν παράγει σπέρμα ή που παράγει καρπούς χωρίς σπόρους («ἄσπερμον γένος», Θεόφρ.
«άσπερμος σταφιδάμπελος»)
νεοελλ.
χωρίς σπέρμα («άσπερμα αβγά» — αυτά που δεν έχουν γονιμοποιηθεί)
αρχ.
1. χωρίς σπέρμα, χωρίς απογόνους («ἄσπερμος γενεὴ καὶ ἄφαντος», Όμ.)
2. (για γυναίκα) η χωρίς άντρα, η άγονη
3. (για ζώα) αυτός που δεν έχει σπέρμα («τὰ μὲν πολύσπερμα, τὰ δ' ἄσπερμα πάμπαν», Αριστοτ.)
4. (για την ψυχή) αυτή που δεν επιδέχεται καλλιέργεια και διάπλαση
5. (για διδασκαλία) εκείνη που δεν καρποφορεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -σπερμος < σπέρμα (πρβλ. ολιγόσπερμος, πάνσπερμος)].

Greek Monotonic

ἄσπερμος: -ον (σπέρμα), αυτός που δεν έχει σπόρους ή απογόνους, άσπορος ή άτεκνος, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἄσπερμος:
1) лишенный семени (φυτὰ καὶ ζῷα Arst.);
2) не имеющий потомства, бездетный (γενεή Hom.).

Middle Liddell

σπέρμα
without seed or posterity, Il.